Η σημερινή συζήτηση έδειξε γιατί έπρεπε να έχει γίνει μαζί με εκείνη της προηγούμενης εβδομάδας για την εξεταστική επιτροπή. Όχι αποσπασματικά, όπως γίνεται απόψε.
Η Βουλή θα είχε τη δυνατότητα να εξετάσει όλα τα διαθέσιμα κοινοβουλευτικά μέσα, να τοποθετηθεί και να ψηφίσει επ’ αυτών, διαμορφώνοντας ενιαία κρίση. Και, φυσικά, να φανούν οι διαφορές: τι θέλει και, κυρίως, τι ΔΕΝ θέλει ο καθένας από εμάς.
Και να αξιολογηθούμε όλοι. Όχι γενικώς και αορίστως, αλλά συγκεκριμένα. Διότι όχι δεν είναι συγκεκριμένο ούτε πειστικό ότι η τραγωδία των Τεμπών, έγινε το 2023 γιατί ενσωματώθηκαν ορισμένες ευρωπαϊκές οδηγίες το 1997!
Εκεί ακριβώς πάτησε η ΝΔ για να συγχύσει τη συζήτηση και να διαχύσει ευθύνες.
Πως φταίνε όλοι, σε βάθος χρόνου, και δεν φταίει κανείς.
Σε μια υπόθεση που εικονοποιεί όλη την παθογένεια: το βαθύ και αναχρονιστικό κράτος που χρησιμοποίησε η ΝΔ: το ρουσφέτι, η κακοδιοίκηση, οι κομματικοί διορισμοί, οι εγκληματικές καθυστερήσεις, η διαφθορά. Οκτώ χρόνια για ένα έργο. Οκτώ χρόνια για ένα τόσο κρίσιμο τεχνικό έργο. Αυτό συζητούν οι πολίτες.
Κι αυτό φάνηκε από την κατεύθυνση, από τον προσανατολισμό των τοποθετήσεων των βουλευτών της ήδη από εκείνη τη συζήτηση. Που δεν είχαν πολλά να πουν για την τραγωδία και τα αίτιά της, αλλά είχαν πάρα πολλά να πουν για την αντίκρουση του δικού μας αιτήματος. Που ακόμη και σήμερα, για κάποιους, φταίει το ΠΑΣΟΚ και ο Ν. Ανδρουλάκης. Κάποιων η φαντασία φτάνει ως το σημείο να μας καταλογίζει εμάς απόπειρα συγκάλυψης. Τα κόμματα που διαχειρίστηκαν με τρόπο εγκληματικό ένα τόσο κρίσιμο τεχνικό έργο καταλογίζουν στο ΠΑΣΟΚ απόπειρα συγκάλυψης. Τέτοιο θράσος!
Μιλούσαμε για την εξεταστική, αλλά όλοι ασχολούνταν με την προανακριτική; Γιατί, άραγε;
Μήπως γιατί όλες και όλοι εδώ ομολογούμε, εμείς με καθαρή φωνή κι εσείς με μια ακόμη πιο ηχηρή σιωπή, ότι εδώ βρίσκεται η ουσία;
Αν δεν υπάρχει καμία ευθύνη, αν δεν υπάρχει καμία ανάγκη υπεράσπισης των αθώων, προς τι τέτοια ζέση και τέτοιος ζήλος ενάντια στο δικό μας αίτημα; Ήδη μάλιστα σε μια συνεδρίαση, στην οποία το αίτημά μας δεν συζητούνταν καν!
Και σήμερα, τι μας λέτε; Ότι όλα είναι καλώς καμωμένα, νοικοκυρεμένα.
Πολλοί «νοικοκύρηδες» δεν μαζεύτηκαν, έτσι δεν είναι;
Προσέξτε. Για να είναι σαφές τι συζητούμε σήμερα, διότι τόσες ώρες μετά δεν είναι σαφές αν συμφωνούμε και σε αυτό.
Όχι αν πρέπει να ασκηθούν διώξεις. Αλλά αν πρέπει να το ερευνήσουμε αυτό, όπως αξιώνει η Κοινωνία και προβλέπει ο Νόμος. Με ειδική επιτροπή.
Κι εσείς τι έρχεστε και μας λέτε;
Ότι δεν δέχεστε η Βουλή όχι να αποδώσει, αλλά ούτε καν να ερευνήσει ποινικές ευθύνες.
Ερήμην της Κοινωνίας, εξαγνίζετε τους ενδεχομένως υπευθύνους και από το ενδεχόμενο της ευθύνης τους.
Και μάλιστα κάνετε και νομικές ακροβασίες.
Συγκρίνοντας εισαγγελικές κρίσεις.
Κατ’ αρχάς. Ναι εκτός από τας Αθήνας, υπάρχουν δικαστές και εισαγγελείς και εις τας Βρυξέλλας. Και αυτό να το θυμάστε και για άλλες υποθέσεις.
Και έρχεστε και μιλάτε -αβίαστα- για προδήλως αβάσιμο των κατηγοριών.
Αβάσιμες οι διαπιστώσεις της Εισαγγελίας για τη σύμβαση 717/2014.
Αβάσιμες οι συστάσεις της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, το πόρισμα που αγνοούσε ο κ. Καραμανλής, κατά δήλωσή του στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Αβάσιμες οι προειδοποιήσεις των εργαζομένων, που γνωρίζατε το έλλειμμα ασφάλειας και ετοιμάζατε φιέστες στη Θεσσαλονίκη.
Αβάσιμα όλα. Και μάλιστα προδήλως.
Μα καλά. Αν ήταν τόσο καθαρά όλα, τι φοβάστε και δεν δέχεστε τη διερεύνηση επί της ουσίας;
Και γατί, αλήθεια, δεν ενεργοποιήσατε το Τριμελές Γνωμοδοτικό Όργανο; Ή μήπως φοβάστε τη δικαστική κρίση;
Προσέξτε τη σκηνοθεσία: έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ποιος έσπευσε ήδη από την προηγούμενη συζήτηση να μιλήσει για αβάσιμες κατηγορίες; Ο Υπουργός Επικρατείας. Σε ρόλο κομματικού εισαγγελέα.
Τα άδεια υπουργικά έδρανα είναι μια θεατρική επιλογή. Μια συνθήκη σκηνογραφίας.
Ιδίως όταν το σενάριο το έχει γράψει η Κυβέρνηση.
Μια Κυβέρνηση που φοβάται τη διερεύνηση.
Που φυσικά και βολικά αρκείται στη διερεύνηση πολιτικών ευθυνών. Που, μάλιστα, κατά τη γνώμη της, έχουν αναληφθεί με μια παραίτηση υπουργού και ένα 41 τα εκατό στις εκλογές.
Αν, λοιπόν, για τον κ. Καραμανλή και την Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη ήταν «ντροπή» να αμφισβητεί η αντιπολίτευση την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, αν για τον ίδιο άνθρωπο -μετά από όσα συνέβησαν- πρέπει να ντρέπεται συνάδελφός μας που συμμετέχει στη διαδικασία;
Πώς πρέπει να χαρακτηρίσουμε όσα γράφονται στο πόρισμα; Πώς να χαρακτηρίσουμε την άρνηση της ΝΔ να διερευνηθούν ποινικές ευθύνες για την έλλειψη ακριβώς αυτής της ασφάλειας που οδήγησε στο τραγικό πολύνεκρο δυστύχημα;
Πώς να τη χαρακτηρίσουμε, αλήθεια; Υπάρχει διαθέσιμη λέξη;
Σας ρωτώ κ. Υπουργέ, γιατί εκτός από μαθήματα νομικής, προσπαθήσατε να μας κάνετε και μαθήματα ελληνικών.
Πώς λέγεται η επιλογή ενός Υπουργού που αντί να κηρύξει έκπτωτη μια ανάδοχο που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, ή αντί να συνεχίσει τον δικαστικό αγώνα εις βάρος της, την προίκισε με 3,5 εκ. € αποζημίωση;
Πώς λέγεται η επιβράβευση της ασυνέπειας; Να πούμε και μπράβο; Ευχαριστώ; Συγγνώμη για την ταλαιπωρία;
Τι προβλέπει η πλούσια γλώσσα μας για την επιλογή σας να ψηφίσετε να μη διερευνήσουμε ποινικές ευθύνες για όλα τα παραπάνω; Πώς να την ονομάσουμε;
Εμείς, λοιπόν, επιμένουμε με τρόπο απολύτως θεσμικό, να πράττουμε και να αξιώουμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που μας επιτάσσει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής.
Διότι εμείς κάναμε τη δουλειά μας.
Γιατί εμείς διαβήκαμε το κατώφλι του γραφείου 4 εδώ δίπλα στην αίθουσα της Ολομέλειας και μελετήσαμε τη δικογραφία.
Περιγράφουμε συγκεκριμένες κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις συγκεκριμένων προσώπων. Δεν κατασκευάζουμε κατηγορίες.
Και όχι. Δεν είναι απλό δημοσιονομικό ζήτημα, όπως προσπάθησε η Κυβέρνηση να το εμφανίσει ήδη εδώ και ημέρες.
Δεν μπορείτε να βαπτίζετε «δημοσιονομική διόρθωση» την κακουργηματική απιστία. Ούτε να κλείνετε τα μάτια στη σκληρή πραγματικότητα, που γνωρίζουν όλοι:
Πως η μη εμπρόθεσμη, μη έγκαιρη τελικά, υλοποίηση μιας κρίσιμης δημόσιας σύμβασης είχε καθοριστική, καταλυτική συμβολή στην επέλευση της πολύνεκρης τραγωδίας στα Τέμπη.
Το αναφέρει και η Τριμελής Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Διαβάζω από τη σελίδα 92 του πορίσματος: το δυστύχημα θα είχε αποφευχθεί.
Αν είχαμε τηλεδιοίκηση, που είχε συμβασιοποιηθεί από το 2014, κανείς σταθμάρχης, όσο ακατάλληλος κι αν ήταν δεν θα έβαζε το ένα τρένο απέναντι από το άλλο.
Αν υπήρχε τηλεδιοίκηση, οι 57 συνάνθρωποί μας σήμερα θα ζούσαν.
Η Βουλή, λοιπόν, πρέπει από σήμερα να στείλει ένα καθαρό μήνυμα στη Δικαιοσύνη ότι την εμπιστεύεται, στους συγγενείς των θυμάτων, στους τραυματίες ότι τους ακούει, αλλά και στους εμπλεκόμενους ότι τους βλέπει.
Ότι το μέγεθος της καταστροφής ήταν τέτοιο που δεν μπορεί να αφήνεται δίχως έστω προκαταρκτική εξέταση. Για ένα οικονομικό σκάνδαλο που οδήγησε αιτιωδώς στην τραγωδία.
Με ισχυρό το τεκμήριο αθωότητας. Και ανάγκη μελετών και άλλων εγγράφων.
Αλλά με τόλμη. Για αποκάλυψη όχι συγκάλυψη
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ακούστε.
Δεν ξέρω αν είναι σαφές. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για ένα απλό πολιτικό ζήτημα. Δεν μιλάμε για νομοσχέδιο.
Εδώ μιλάμε για βαθιά ζητήματα συνείδησης. Γι’ αυτό άλλωστε είναι μυστική η ψήφος απόψε.
Ζητήματα συνείδησης των βουλευτών ως πληρεξουσίων του λαού αλλά και ως ενεργών πολιτών.
Απόψε θα απαντήσουμε:
Πιστεύουμε όλοι το ίδιο στους θεσμούς της Δικαιοσύνης; Ελληνικής και Ευρωπαϊκής;
Ελάτε να το αποδείξουμε.
Αποδείξτε συνάδελφοι της πλειοψηφίας ότι δεν διαφύγατε μέσω της εξεταστικής επιτροπής.
Αποδείξτε ότι σήμερα δεν ζούμε, απλώς, τη δεύτερη πράξη του έργου της συγκάλυψης.
Ψηφίστε όπως μας ορίζει το συνταγματικό μας καθήκον.
Οι επιλογές όλων μας αναμετρώνται με την ιστορία.
Με το τραγικό συλλογικό βίωμα των Τεμπών.
Είναι η ώρα της ευθύνης.
Κανένας εκσυγχρονισμός των υποδομών, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να συμβεί και να αποδώσει, αν δεν υπάρξει διερεύνηση των πραγματικών ευθυνών και υπευθύνων, στην κατεύθυνση που μας ορίζει η Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Καμία Βουλή δεν έχει δικαίωμα να αγνοήσει μια ποινική δικογραφία από το Γραφείο του Ευρωπαίου Εισαγγελέα.
Καμία πλειοψηφία δεν θα έπρεπε να αποδεχτεί το στίγμα να έχει αρνηθεί όχι την καταδίκη αλλά τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών.
Καμία τραγωδία δεν μπορεί να λυθεί χωρίς τη κάθαρση, χωρίς την απόδοση ευθυνών.
Η κοινωνία μας κοιτάζει στα μάτια.
Εμείς, από απόψε, θα μπορούμε να κάνουμε το ίδιο;