Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, μετά από 10 διαδοχικές συνεδριάσεις.
Το βασικό επιτόκιο παραμένει στο 4,5% (στο σκέλος του δανεισμού) και το επιτόκιο καταθέσεων στο 4%.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει «πολύ υψηλός» για μεγάλο διάστημα και οι εγχώριες πιέσεις τιμών παραμένουν ισχυρές, αναφέρεται στην ενημέρωση από τη συνεδρίαση στην Αθήνα.
Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης κατάστασης, θα είναι να πιεστούν περαιτέρω οι τιμές στα προϊόντα.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, τα τελευταία στοιχεία επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές την προηγούμενη εκτίμηση της ΕΚΤ για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να αναμένεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό και οι εγχώριες πιέσεις τιμών παραμένουν ισχυρές. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός μειώθηκε αισθητά τον Σεπτέμβριο, μεταξύ άλλων λόγω των ισχυρών επιδράσεων της βάσης, και τα περισσότερα μέτρα του υποκείμενου πληθωρισμού συνέχισαν να χαλαρώνουν.
Σε κάθε περίπτωση το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δηλώνει ότι παραμένει σε ετοιμότητα προκειμένου να προσαρμόσει όλα τα εργαλεία που διαθέτει στο πλαίσιο της εντολής του να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία τής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Το σημερινό φρένο στις αυξήσεις των επιτοκίων αποφασίστηκε μετά την περαιτέρω επιβράδυνση των δύο κύριων δεικτών τιμών της Ευρωζώνης και την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών για τα 20 κράτη μέλη, τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με τον κίνδυνο ύφεσης το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς ο ακριβότερος δανεισμός συμπιέζει τους προϋπολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ωστόσο, αρκετά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ έχουν διαμηνύσει ότι το κόστος δανεισμού θα παραμείνει αυξημένο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%. Ενώ αρκετοί προειδοποιούν για περαιτέρω νομισματική σύσφιγξη σε περίπτωση που η ένταση στη Μέση Ανατολή μεταφερθεί στις τιμές τής ενέργειας, ορισμένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι μπορεί να χρειαστούν μειώσεις των επιτοκίων πριν από το επόμενο φθινόπωρο.