Το σπιτάκι είναι έρημο πάνω από πενήντα χρόνια. Κάποτε έμενε εκεί μια μεγάλη, προκομμένη και χαρούμενη οικογένεια:
Ο κυρ Γιώργης ο μπογιατζής, με τη γυναίκα του την κυρα – Ντίνα (τεχνίτρα παραδοσιακή του αργαλειού), και τα έξι παιδιά τους: τη Νίκη, τη Μαίρη, την Κανέλλα, την Κική, τον Κούλη και τον Αντρέα.
Η πόρτες του σπιτιού ήτανε πάντα ανοιχτές για όλους, έτσι όπως ήτανε και οι καρδιές των ανθρώπων του. Εμείς, σαν παιδιά της γειτονιάς, περάσαμε εκεί, σ’ αυτό το σπιτάκι, πολλές και όμορφες στιγμές, που μένουν χαραγμένες για πάντα στην καρδιά μας και ζουν στο νου μας σαν ένα ωραίο και ασυννέφιαστο όνειρο.
Κάποια στιγμή, στο ’60 τόσο, «έφυγε» (άξαφνα) ο κυρ Γιώργης, μεγάλωσαν τα παιδιά και πήρανε, τα περισσότερα, το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έμεινε η κυρα – Ντίνα μονάχη στο σπιτάκι της να ζει και να κουβεντιάζει με τις θύμησες, ώσπου «έφυγε» κι αυτή.
Θα ’λεγε, κανείς, πως «πέθανε» και το σπιτάκι αυτό, το παλιό, το χαμηλό, με τα κλειστά παραθύρια, την μανταλωμένη πόρτα της αυλής, όταν έμεινε πάντερμο. Όμως, όχι. Η ζωή που κάποτε ζεστάθηκε μέσα του, άφησε εκεί την ανάσα της να σεργιανάει στο σπίτι και στην αυλή αιώνια ή , τουλάχιστον, όσο το σπιτάκι αυτό στέκεται όρθιο.
Γι’ αυτό και φέτος, μέσα στο κατακαλόκαιρο και στην αναβροχιά, μια περικοκλάδα μπουσούλησε στην αυλή κι όταν έφτασε μπροστά στην κλειστή πόρτα του σπιτιού της κυρα-Ντίνας, μέριασε τα σκουπίδια του αέρα, σταμάτησε εκεί και άνθισε, σαν για να καλωσορίζει κάποιους που δεν θα ’ρθουνε ποτέ.
Όμως, έτσι είναι η ζωή. Σαν μάνα μεγαλόκαρδη πάντα σιάχνει το σπίτι της για μας ακόμα κι όταν ξέρει πως ποτέ πια δεν θα κοπιάσουμε, παρεκτός οι σκέψεις μας, οι αναμνήσεις και ο χτύπος της καρδιάς μας.
ΥΓ: Σε λίγο, με τις πρώτες βροχές, θα ζωντανέψουν και οι κρίνοι που κρυμμένοι μέσα, στις γλάστρες, καρτερούνε τη σειρά τους. Το ’χουν ξανακάνει. Γι’ αυτό το ξέρω
Σπάρτη, 3-10-2023
Βαγγέλης Μητράκος