Παρακολουθώ -όσο, φυσικά, επιτρέπει η «σιγή ασυρμάτου» και η παραπληροφόρηση από τα επιτελεία των εμπόλεμων- τις δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία. Από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι συρράξεις και συμπλοκές που ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2014 στις περιοχές οι οποίες ανακήρυξαν πρόσφατα την ανεξαρτησία τους, μέχρι το τέλος του 2021 είχαν στοιχίσει την ζωή σε περισσότερους από 14,000 συνανθρώπους μας, ενώ άλλες 38,000 εμπλεκόμενοι είχαν τραυματιστεί.
Το ερώτημα είναι αν η, προ ημερών, έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων από τους Ρώσους θα σημάνει το τέλος αυτού του δράματος ή την απαρχή της διαιώνισής του. Την επιβάρυνση της παγκόσμιας κοινότητας, τελικά, με ένα ακόμα άλυτο διεθνές πρόβλημα. Είναι προφανές ότι για να αποφύγουμε τα χειρότερα, οι εχθροπραξίες πρέπει να σταματήσουν αμέσως και η ανταλλαγή πυρών να δώσει την θέση της σε συνομιλίες. Ίσως είναι η ώρα του Antonio Guterres, του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να κόπτεται υπέρ της τήρησης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, να καταγγέλλει την παραβίασή τους και να μάχεται για την αποκατάσταση των συνεπειών από τέτοιες παραβιάσεις. Ειδικότερα και επιπροσθέτως, στην περίπτωση της Ουκρανίας, είναι επιβεβλημένο να διαμηνύσουμε στους εμπλεκόμενους ότι η ασφάλεια των Ελλήνων στις περιοχές των συρράξεων είναι απαράγραπτο μέλημα μας και να αξιολογήσουμε τις διαβεβαιώσεις των εμπολέμων γι’ αυτήν. Εξ άλλου, είναι απαραίτητο να πληροφορήσουμε την ρωσική πλευρά ότι η επέμβασή της ήρθε να εντείνει την ενεργειακή αποσταθεροποίηση της χώρας μας και να αναζωπυρώσει την φωτιά στις τιμές και το κόστος ζωής νοικοκυριών και λειτουργείας επιχειρήσεων.
Αν όμως η ελληνική φωνή πρέπει να ακουστεί δυνατά και καθαρά στην Μόσχα και το Κίεβο, με διπλάσια ένταση και ευκρίνεια πρέπει να ακουστεί από εταίρους και συμμάχους στις Βρυξέλλες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Πρώτο θέμα μας πια, κατά τη γνώμη μου, είναι η κανονική διαπραγμάτευσή μας με τον ESM για αναθεώρηση της μεταξύ μας σύμβασης και των προβλέψεών της για τα πρωτογενή πλεονάσματα, την απομείωση του δημοσίου χρέους μας και την δέσμευση της δημόσιας περιουσίας μας. Δεύτερο θέμα τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και οι διαδοχικές μειώσεις τους, απολύτως αδικαιολόγητες, δεδομένου ότι, αντί σύγκλισης, σημειώνονται αποκλίσεις! Και τρίτο θέμα -στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας αυτό- αν το 1952 o Lord Ismay, Γραμματέας του Οργανισμού, προσδιόριζε ότι «ο σκοπός του ΝΑΤΟ είναι να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω» σήμερα ποιος είναι; Σε μια εποχή αναζωπύρωσης κάθε είδους εθνικισμών (με πιο διαδεδομένους τους οικονομικούς) ποια κοινά συμφέροντα προασπίζει η συμμαχία και απέναντι σε ποιες κοινές απειλές; Και βέβαια, στο πλαίσιο αυτών των διευκρινίσεων, πως αποφασίζονται καίριες πολιτικές (π.χ. η διεύρυνση του Οργανισμού με νέα μέλη ή όχι);
Αλλά εάν οι σχέσεις μας με εταίρους και συμμάχους έχουν μεγάλη σημασία, ακόμα μεγαλύτερη έχουν οι σχέσεις μεταξύ μας, εδώ, στην Ελλάδα. Είναι η ώρα να αποφασίσουμε αν θέλουμε να είμαστε κυρίαρχη χώρα (με το κόστος που συνοδεύει αυτή την επιλογή) ή έχουμε συμβιβαστεί με το καθεστώς «ξένης προστασίας» στο οποίο έχουμε περιέλθει λόγω της υπερχρέωσης και των μνημονίων που προκάλεσε η υπερχρέωση αυτή. Εάν έχουμε εθνικά και δημόσια συμφέροντα που προσδιορίζουν τις συμμαχίες μας ή αν πισωγυρίσαμε στην εποχή του «Στρατηγέ ιδού ο Στρατός σας». Αν είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε πράγματα ή αν είναι μοίρα μας να διχαζόμαστε για καυγάδες άλλων, όπως μεταδίδονται στις «ειδήσεις».
Παντελής Οικονόμου