Η επίσκεψη σε Μεσσηνία και Αρκαδία του πρωθυπουργού Κυριακού Μητσοτάκη – που συνοδεύτηκε από σύσσωμη την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων – και οι δηλώσεις για «περισσότερη συνεργασία μεταξύ των παραγωγών» για «έμφαση στην ποιότητα και δυνατότητα καλυτέρων τιμών» για «προτεραιότητα στην καθετοποιημένη διαχείριση από το δέντρο μέχρι τη διαχείριση των αποβλήτων, με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον» κλπ, τονίζοντας ότι «αυτή είναι μια αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα και της νέας ΚΑΠ» επιβεβαιώνουν ότι δεν έχει στόχο την στήριξη των βιοπαλαιστών αγροτών και την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων για την επιβίωσή τους.
Η επιδίωξη της κυβέρνησης και όλων των άλλων υποστηρικτών της ΚΑΠ, είναι να παρουσιάσουν αυτή την πολιτική στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα ως αναγκαία, ώστε να γίνει πιο γρήγορα και καλύτερα η εφαρμογή της.
Ο πρωθυπουργός στην πραγματικότητα στοχεύει στον αποπροσανατολισμό και την υποταγή των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων στην μοίρα του ξεκληρίσματος που τους οδηγεί η ΚΑΠ της ΕΕ.
Οι διακηρύξεις υπέρ των “ποιοτικών” τροφίμων, της “προστασίας του περιβάλλοντος” και των “συνεταιριστικών σχημάτων” για τη δυνατότητα καλυτέρων τιμών, γίνονται από τη σκοπιά των συμφερόντων των επιχειρηματικών ομίλων.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ είναι πολιτική για την κερδοφορία των μονοπωλίων της. Η αναθεώρησή της αποτελεί αναπροσαρμογή με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις τους και προσωρινό συμβιβασμό ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους. Άλλωστε, η όλη συζήτηση που προηγήθηκε για την αναθεώρηση της ΚΑΠ, ανέδειξε τον οξυμένο ανταγωνισμό ανάμεσα στα μονοπώλια της “πράσινης οικονομίας” και των νέων τεχνολογιών (π.χ. “ευφυής γεωργία ακριβείας”) από τη μία, και των πιο παραδοσιακών κλάδων, όπως η βιομηχανία αγροτικών εισροών (λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά κ.λπ.), μεταποίησης κτηνοτροφικών προϊόντων κ.ά., από την άλλη.
Μήλο της Έριδος αποτελούν οι υψηλές χρηματοδοτήσεις της ΚΑΠ, που προέρχονται από την καταλήστευση των λαών και καταλήγουν στο βωμό της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Οι μικρομεσαίοι βιοπαλαιστές αγρότες και κτηνοτρόφοι στην Πελοπόννησο, αλλά και σε όλη τη χώρα, νιώθουν καθημερινά στο «πετσί τους» τις συνέπειες της ΚΑΠ που με κάθε αναθεώρησή της, γίνεται και πιο αντιδραστική.
Βιομήχανοι μεγαλέμποροι που κυριαρχούν στην αγορά διαμορφώνουν όπως θέλουν τις τιμές στα προϊόντα με κριτήριο το κέρδος τους. Με ευθύνη των κυβερνήσεων, με διάφορες μεθόδους, αρπάζουν την παραγωγή σε τιμές και κάτω του κόστους.
Ανάλογα διαμορφώνουν και το κόστος παραγωγής στα ύψη, τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού μονοπώλια, που ελέγχουν τα αγροτικά μέσα και εφόδια, μηχανήματα, σπόρους, φάρμακα και λιπάσματα.
Την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις με υπέρογκους φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ΕΝΦΙΑ, χαράτσια κλπ κάνουν ακόμα πιο ασφυκτική την κατάσταση.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μην μπορεί να επιβιώσει ο βιοπαλαιστής αγρότης, να εγκαταλείπονται καλλιέργειες, και οι γεωργοί – κτηνοτρόφοι, που παραμένουν στην παραγωγή να βιώνουν “το μαρτύριο της σταγόνας”, προσπαθώντας να παραμείνουν στα χωράφια και τα κοπάδια τους καταχρεωμένοι.
Γιατί καμιά εκδοχή της ΚΑΠ δεν έχει στόχο να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες όσων μοχθούν και παράγουν. Αντίθετα έχει στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας και στον αγροτικό τομέα.
Δηλαδή επιδίωξή τους είναι να εξυπηρετηθεί πιο γρήγορα η παραπέρα ανάπτυξη και κερδοφορία των μεγάλων καπιταλιστικών αγροτικών επιχειρήσεων, συγκεντρώνοντας γη, παραγωγή και εμπορία των αγροτικών προϊόντων, μέσα από την καταστροφή και συρρίκνωση των μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων.
Προωθούν τη συγκέντρωση ενώ με τις ενισχύσεις θέλουν να διατηρήσουν μόνο εκείνο το τμήμα, όλο και μικρότερο, των βιοπαλαιστών αγροτών που έχουν ακόμα ανάγκη οι μονοπωλιακοί όμιλοι για να βρίσκουν πρώτη ύλη. Πάνω από 100 χιλιάδες μικρομεσαίοι αγροτοκτηνοτρόφοι έχουν ξεκληριστεί και εγκαταλείψει την τελευταία δεκαετία.
Στην αγροτική – κτηνοτροφική παραγωγή σταθερά και με πιο γρήγορους ρυθμούς πραγματοποιείται συγκέντρωση κεφαλαίου, τόσο στο εμπόριο, όσο και στη μεταποίηση των γεωργικών – κτηνοτροφικών προϊόντων. Ενισχύεται η τάση διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης καπιταλιστικών καθετοποιημένων παραγωγικών μονάδων.
Το ΚΚΕ καλεί τους βιοπαλαιστές αγρότες να αντιπαλέψουν με την οργάνωση του αγώνα τους την επιδείνωση των όρων παραμονής τους στην παραγωγή, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για τα κέρδη, τον οποίο υπηρετεί και η νέα ΚΑΠ
Ο μόνος τρόπος που μπορεί να δώσει ανάσα και προοπτική στους βιοπαλαιστές αγρότες, είναι το δυνάμωμα των Αγροτικών Συλλόγων, ο ενιαίος πανελλαδικός συντονισμός πάλης με το οργανωμένο αγροτικό κίνημα, με την Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων, η κοινή δράση μαζί με τους εργάτες, τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις του.
Για την κοινωνία με την ανώτερη μορφή οργάνωσης της παραγωγής με στόχο την ικανοποίηση, πρώτα απ’ όλα, των μεγάλων λαϊκών αναγκών, της διατροφής του λαού, της εξασφάλισης πρώτων υλών για τη βιομηχανία και την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής.
Αυτή η αγροτική παραγωγή θα αξιοποιεί όλες τις παραγωγικές δυνατότητες που έχει η χώρα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας με άλλες χώρες, και εδαφικά, και κλιματολογικά, τεχνογνωσίας, επιστήμης, βιομηχανικής παραγωγής, επεξεργασίας πρώτων υλών, προστασίας του περιβάλλοντος και διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Σε αυτήν την παραγωγή θα έχουν θέση οι νέοι αγρότες, με τεχνική ή επιστημονική ειδίκευση, με πραγματικά καλές, σύγχρονες συνθήκες εργασίας και ζωής, χωρίς χρέη και τον καθημερινό κίνδυνο της καταστροφής που έχουν σήμερα ως ατομικοί παραγωγοί.
Σε αυτήν την κοινωνία, θέση έχουν οι μικρομεσαίοι βιοπαλαιστές αγρότες, μέσω του αγροτικού παραγωγικού συνεταιρισμού, ο οποίος θα έχει το δικαίωμα χρήσης της γης ως παραγωγικού μέσου, ενώ θα μειώνει το κόστος παραγωγής, με την κοινή καλλιεργητική φροντίδα, με τη συλλογή των προϊόντων, αξιοποιώντας όλες τις κρατικές υποδομές.
Σε αυτή την κοινωνία, διασφαλίζεται το αγροτικό εισόδημα, η διάθεση, η συγκέντρωση, η αποθήκευση, η συντήρηση και μεταφορά της αγροτικής παραγωγής μέσω ακριβώς αυτού του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, με καθορισμένες αναλογίες στην παραγωγή, εγγυημένες κρατικές τιμές στα προϊόντα και προστασία από φυσικές καταστροφές.
Είναι η λύση, η οποία απαλλάσσει τους φτωχούς αγροτοκτηνοτρόφους μια για πάντα, από τις τράπεζες, από τους βιομηχάνους, τους μεγαλεμπόρους, από τους φόρους.