*Θέμης Κοτσιφάκης, πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Οι εκπαιδευτικοί της Γαλλίας πριν λίγα χρόνια βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια στυγνή πολιτική λιτότητας, που με πρόσχημα κάποιες «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» απογύμνωνε το δημόσιο σχολείο από βασικές δομές και λειτουργίες.
Στη διακήρυξη που κυκλοφόρησαν έδωσαν σ’ αυτό το υποβαθμισμένο σχολείο το χαρακτηρισμό «γυμνό σχολείο» και προχώρησαν σε κινητοποιήσεις με στόχο να ευαισθητοποιήσουν τη γαλλική κοινωνία για την απαξίωση του δημόσιου σχολείου και τους κινδύνους που εγκυμονούσε αυτή η πρακτική.
Μια ανάλογη «απογύμνωση» του σχολείου, αλλά με ταχύτερο ρυθμό και πιο οδυνηρά αποτελέσματα, συμβαίνει στη χώρα μας, ιδίως μετά την επιβολή της πολιτικής των μνημονίων. Και ενώ οι σύγχρονες ανάγκες απαιτούν μια ακόμα μεγαλύτερη, σε σχέση με το παρελθόν, επένδυση στη γνώση, η εκπαιδευτική πραγματικότητα που βιώνει σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα στην Ελλάδα στις παραμονές της έναρξης του νέου σχολικού χρόνου δεν εμπνέει καμία αισιοδοξία.
Τα τέσσερα χρόνια που ασκείται η μνημονιακή πολιτική της σκληρής λιτότητας και των περικοπών και στην εκπαίδευση μετράμε συνεχώς νέες πληγές. Κάθε χρόνο οι επιπτώσεις αυτής της βάρβαρης για τη νέα γενιά, αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία, πολιτική πολλαπλασιάζονται.
Θα μπορούσε κανείς σχηματικά να ταξινομήσει τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής σε τρεις τομείς: α) τις περικοπές των δαπανών και την τεράστιαυποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, β) τις παρεμβάσεις και τις αλλαγές στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης με αντιεκπαιδευτικό πρόσημο και γ) τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Στην πραγματικότητα αυτοί οι τρεις τομείς διαπλέκονται και αλληλοεπεηρεάζονται στην ίδια κατεύθυνση: υποβάθμιση του δημόσιου κοινωνικού αγαθού της παιδείας, ιδιωτικοποίηση και αυταρχισμός.
Οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία συνεχίζονται και θα οδηγήσουν στο τραγικά χαμηλό ποσοστό του 1,9% επί του ΑΕΠ (όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 5,5%), όπως προβλέπει το νέο Μεσοπρόθεσμο για το 2018.
Μια σειρά μέτρων δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τη μάθηση των παιδιών. Αναφέρω χαρακτηριστικά τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολείων, που αναγκάζουν παιδιά να μετακινούνται καθημερινά σε μεγάλες αποστάσεις και οδηγούν σε σχολεία – μαμούθ. Τη δημιουργία βαρυφορτωμένων τμημάτων με 30 παιδιά στην τάξη. Την υποβάθμιση ή κατάργηση βασικών δομών και υπηρεσιών, όπως ενισχυτική διδασκαλία και διδακτική στήριξη, σχολικές βιβλιοθήκες, Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, κέντρα Συμβουλευτικής – Προσανατολισμού και ψυχολογικής στήριξης κ.λπ. Αποκορύφωμα, η κατάργηση 50 ειδικοτήτων της τεχνικής εκπαίδευσης πριν ένα χρόνο, με αποτέλεσμα τα παιδιά να υποχρεώνονται να αναζητήσουν την ειδικότητά τους στα ιδιωτικά ΙΕΚ και το εκπαιδευτικό προσωπικό να καταδικάζεται σε διαθεσιμότητα και απόλυση.
Η καθιέρωση του «Νέου Λυκείου», με την τράπεζα θεμάτων σε όλες τις τάξεις και την αλλαγή του τρόπου προαγωγής από τάξη σε τάξη, έχει ήδη αυξήσει και θα αυξήσει στο μέλλον ακόμη περισσότερο τη μαθητική διαρροή. Τελικός στόχος η μείωση του αριθμού των μαθητών στο Λύκειο και η εξώθησή τους στη πρόωρη μεταγυμνασιακή στενή κατάρτιση και τη μαθητεία, ένα θεσμό που δημιουργήθηκε με το νέο νόμο (4186/13), έξω από το τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα. Με όλα αυτά το εκπαιδευτικό ρολόι γυρίζει στις σχολές του 1950. Δηλαδή οι μαθητές και οι μαθήτριες που θα εξωθούνται στις σχολές αυτές (ΣΕΚ) δεν θα λαμβάνουν απολυτήριο λυκείου. Θα λαμβάνουν πολύ στενά εξειδικευμένες δεξιότητες και τεχνικές για μια ειδικότητα επαγγελματική και πριν κλείσουν τα 18 θα στέλνονται για μαθητεία, δηλαδή θα εργάζονται σε κάποιο εργοδότη για να μάθουν στην πράξη, με ελάχιστα δικαιώματα και αποδοχές. Διπλό σύστημα το ονομάζουν. Ίσως γιατί μαζί με τις επαγγελματικές δεξιότητες θα εκπαιδεύονται βιωματικά πώς θα γίνονται υπάκουοι εργαζόμενοι.
Τα αποτελέσματα των εξετάσεων του Ιουνίου επιβεβαίωσαν, δυστυχώς, τις εκτιμήσεις μας για το στόχο της μείωσης των μαθητών στο λύκειο. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε ο αριθμός μετεξεταστέων από 4,2% το 2013 σε 23% αρχικά και, παρά τις εμβαλωματικές ρυθμίσεις του Υπουργείου, παρέμεινε στο 16% (περίπου 14.000 παιδιά). Παράλληλα, τα φροντιστήρια διευρύνουν την απεύθυνσή τους σε όλους τους μαθητές του λυκείου και ήδη κατέγραψαν αύξηση 15% την πρώτη χρονιά εφαρμογής της τράπεζας θεμάτων.
Ίσως πιο σημαντικό από όλα είναι η παρέμβαση στο ίδιο το περιεχόμενο και το χαρακτήρα του σχολείου. Βαθαίνει, δηλαδή, με όλα αυτά τα μέτρα η δημιουργία ενός σχολείου που εξοβελίζει την παιδαγωγική, περιορίζει τη γενική μόρφωση και την πολυδιάστατη γνώση, και προάγει τον άκρατο ανταγωνισμό και την φροντιστηριοποίηση μέσα κι έξω από το σχολείο. Όλοι θα ασχολούνται με το πώς θα απαντηθούν τα θέματα της τράπεζας θεμάτων. Τίποτε πέρα από αυτό δεν θα κινητοποιεί το ενδιαφέρον των μαθητών.
Οι κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης χαράζονται βαθιά στο σώμα του δημόσιου σχολείου. Είναι χαρακτηριστικό πως για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως καταγράφεται σε κείμενό της για τον «ανασχεδιασμό της εκπαίδευσης», ως σημαντικότερες εκπαιδευτικές αξίες αναδεικνύονται η επιχειρηματικότητα και ο ανταγωνισμός. Οι ανθρωπιστικές αξίες πάνε περίπατο. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο κείμενο αυτό ότι «οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη εγκάρσιων δεξιοτήτων, ιδίως επιχειρηματικών…». Και συνεχίζει παρακάτω: «τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προωθήσουν τις επιχειρηματικές δεξιότητες με νέους και δημιουργικούς τρόπους διδασκαλίας και μάθησης, από το δημοτικό σχολείο και μετά….». Και παρακάτω: «Όλοι οι νέοι θα πρέπει να αποκτούν μια πρακτική επιχειρηματική εμπειρία πριν ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση».
Η εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων επιταχύνεται με το μνημόνιο. Στη έκθεση της επιτροπής του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (2011), που έγινε κατά παραγγελία από την κυβέρνηση ως μνημονιακή υποχρέωση, προωθούνται αντιεκπαιδευτικές αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες και δίνονται κατευθύνσεις στο Υπουργείο Παιδείας για τις αντίστοιχες νομοθετικές παρεμβάσεις.
Οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, η δημοκρατία και η συλλογικότητα στο χώρο του σχολείου είναι στο στόχαστρο. Η αύξηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας των εκπαιδευτικών, η οικονομική και εργασιακή εξαθλίωσή τους, η αύξηση των πειθαρχικών διώξεων ακόμα και για συνδικαλιστική δράση, επιδεινώνουν δραματικά το κλίμα στα σχολεία, καθώς είναι κοινή πεποίθηση, αλλά και επιστημονική παραδοχή, πως η επιβάρυνση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών έχει αρνητική επίπτωση στην ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου, γιατί οι εργασιακές σχέσεις των καθηγητών είναι και συνθήκες μάθησης των μαθητών.
Ταυτόχρονα η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών και η άρνηση πρόσληψης νέων εκπαιδευτικών (παρά την τεράστια μείωση προσωπικού κατά 27,3% από το 2010 έως το 2014) έχουν δραματικές επιπτώσεις στην καθημερινή λειτουργία του δημόσιου σχολείου.
Παράλληλα, σε ομηρεία κρατά η κυβέρνηση εδώ και 14 μήνες πάνω από 1.600 εκπαιδευτικούς της Τεχνικής Εκπαίδευσης που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα τον Ιούλιο του 2013. Οι συνέπειες αυτής της εγκληματικής απόφασης σημάδεψαν με τραγικό τρόπο την εκπαιδευτική διαδικασία ολόκληρη την προηγούμενη χρονιά. Οι μαθητές έχασαν μερικές από τις σημαντικότερες ειδικότητες στα ΕΠΑΛ και τις ΕΠΑΣ. Προέκυψαν τραγικά κενά εκπαιδευτικού προσωπικού. Οι «διαθέσιμοι» καθηγητές στους δρόμους, και στα σχολεία οι μαθητές χωρίς δασκάλους.
Προωθείται, τέλος, η «αξιολόγηση» με πρόσχημα την αναβάθμιση των σχολείων. Δεν ομολογείται όμως ο πραγματικός στόχος: μέσα από τα «εθνικά τεστ» και την τράπεζα θεμάτων θα προκύπτει η βάση της αξιολόγησης και της σύγκρισης των σχολείων, και έτσι θα προωθείται η κατηγοριοποίησή τους και η ενίσχυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, όπως και ανάμεσα στους μαθητές. Διαμορφώνεται έτσι ένα εργαλείο για τη μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών, που στοχεύει στη δημιουργία μιας νέας «δεξαμενής» διαθεσιμοτήτων και απολύσεων. Είναι στοχευμένο χτύπημα για τη διάλυση της συλλογικότητας στις αποφάσεις και στη λειτουργία του σχολείου.
Και στο φόντο όλων αυτών οι νέοι που οδηγούνται από το θρανίο στην ανεργία χωρίς καμιά προοπτική και όραμα για το μέλλον.
Αγώνας για ένα σχολείο διαφορετικό
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Η οργή ξεχείλισε. Όλοι μας έχουμε πλέον αντιληφθεί ότι η ανατροπή αυτής της πολιτικής είναι προϋπόθεση για την επιβίωση όλων μας.
Πρέπει να αφήσουμε πίσω στο παρελθόν τους ανεπαρκείς πόρους για την παιδεία, που μας έχουν φέρει στην τελευταία θέση στην Ευρώπη. Να πάψει επιτέλους να είναι βραχνάς της εκπαίδευσης τα κενά του εκπαιδευτικού προσωπικού, οι πληθωρικές σχολικές τάξεις, οι παγωμένες αίθουσες του χειμώνα, τα παιδιά που υποσιτίζονται, τα δαπανηρά φροντιστήρια. Να δώσουμε βάρος και προσοχή σε ένα δημόσιο σχολείο που θα παρέχει όλα τα αναγκαία μορφωτικά εφόδια, γλωσσομάθεια, πληροφορική, καλές τέχνες, χωρίς να χρειάζεται η ελληνική οικογένεια να προστρέχει στα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά κέντρα σπουδών.
Να εξασφαλίσουμε δίχρονη προσχολική εκπαίδευση για κάθε παιδί, ολοκλήρωση της μόρφωσής του με δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, και στη συνέχεια πρόσβαση σε δημόσια τριτοβάθμια ιδρύματα. Να στηριχθεί επιτέλους η πολύπαθη στην Ελλάδα Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση και μην προορίζεται για τα παιδιά ενός «κατώτερου θεού».
Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ένα σύγχρονο, ανοιχτό σχολείο, με τη γνώση που απαιτεί ή ίδια η ζωή και δεν την επιβάλλουν οι ανάγκες των επιχειρήσεων. Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με γνώμονα τις ανάγκες ανάπτυξης της χώρας και σύμφωνα με τα πορίσματα των επιστημών, όχι ανάλογα με τα συμφέροντα των ισχυρών του πλούτου, τις επιταγές της Τρόικας και του ΟΟΣΑ.
Είναι καιρός να αφήσουμε πίσω μας την εκπαιδευτική πολιτική που καταργεί βασικούς τομείς της γνώσης και ολόκληρες ειδικότητες, που καταδικάζει εκπαιδευτικούς στη φτώχεια και την ανέχεια, στη διαθεσιμότητα και τελικά στην απόλυση. Και να χτίσουμε την εκπαίδευση που θέτει στο επίκεντρο του σχολείου τους εκπαιδευτικούς και τους θεωρεί βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης του νέου σχολείου.
Είναι άραγε ουτοπικοί τέτοιοι στόχοι; Σήμερα έτσι φαίνεται, γιατί σε συνθήκες εξαθλίωσης είναι ελάχιστα τα περιθώρια να φανταστεί κανείς ένα σχολείο διαφορετικό.
Η ελπίδα όμως πάντα υπάρχει. Εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς συνειδητοποιούμε μέρα τη μέρα τη δύσκολη κατάσταση, εντοπίζουμε τις αιτίες, προβλέπουμε τις μελλοντικές επιπτώσεις. Και δραστηριοποιούμαστε συλλογικά, δημιουργώντας μια ανθρώπινη ασπίδα προστασίας για το δημόσιο σχολείο. Χωρίς μνημόνια, χωρίς λιτότητα και περικοπές και μεεπίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι τα κέρδη των επιχειρήσεων.