Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης , γέροντας πια σε ηλικία 66 χρονών , αφηγείται στον Γεώργιο Τερτσέτη , επί δύο ολόκληρους μήνες , γεγονότα από τη ζωή και την δράση του στην επανάσταση.
Ο Γεώργιος Τερτσέτης , το 1832 , είχε διοριστεί από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου το οποίο δίκασε τους Κολοκοτρώνη , Πλαπούτα και άλλους αγωνιστές με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βασιλιά Όθωνα και για εσχάτη προδοσία . Ο Τερτσέτης , τότε , μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη , αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση της καταδίκης του Κολοκοτρώνη και των Αγωνιστών σε θάνατο δια αποκεφαλισμού στην γκιλοτίνα . Η στάση αυτή των δύο έντιμων δικαστών προκάλεσε την οριστική τους παύση , τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την Αντιβασιλεία . Στα 1864 ο Γ. Τερτσέτης εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή και πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα .
Τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη , τα οποία ο Τερτσέτης κατέγραψε όπως ακριβώς τα έλεγε ο Γέρος του Μοριά , είναι μια ανεκτίμητη πηγή της Εθνικής μας Ιστορίας , που φωτίζει «εκ των έσω» γεγονότα της επαναστάσεως του 1821 . Ο Κολοκοτρώνης δεν γνώριζε γράμματα και αν ο Τερτσέτης δεν τον παρακινούσε να διηγηθεί τις αναμνήσεις του από την επανάσταση του ΄21 τότε θα υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κενό , αφού ο Κολοκοτρώνης υπήρξε πραγματικά ο Αρχιστράτηγος της Νίκης και Πατέρας της Λευτεριάς . Είναι χαρακτηριστικό πως ο Τερτσέτης στην καθημερινή συναναστροφή του με τον Κολοκοτρώνη για την καταγραφή των αναμνήσεών του τού έλεγε για να τον πειράξει :
«Λες δεν ηξεύρεις γράμματα και πολλά ηξεύρεις . Τα λόγια είναι γράμματα ! Μίλειε κι εγώ γράφω!».
Το βιβλίο εκδόθηκε με τίτλο : «ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ Από τα 1770 έως τα 1836» , αλλά όλοι το ξέρουν ως : «Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη» .
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξε ένα γεγονός παγκόσμιας σημασίας που προξένησε τον θαυμασμό όλων των λαών της γης , οι οποίοι έβλεπαν έναν Λαό που είχε τις ρίζες του στη δόξα της Αρχαίας Ελλάδας , να σηκώνει περήφανο κεφάλι απέναντι σε μια κραταιά Αυτοκρατορία , την Οθωμανική , και με σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ» να κατακτά με το αίμα του το δικαίωμα να ζει ελεύθερος στη γη των Πατέρων του.
Πολλοί έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς (και θα συνεχίζουν να ασχολούνται «εις τους αιώνας των αιώνων») μ’ αυτήν την ανεπανάληπτη ιστορική στιγμή . Μερικοί απ’ αυτούς είναι (δυστυχώς) όργανα ενός σκοτεινού συστήματος που πασχίζει να γκρεμίσει , να διαστρέψει και να λασπολογήσει την Ελληνική Ιστορία . Η μέθοδός τους μοιάζει σαν να ’χουν μπροστά τους ένα λαμπρό οικοδόμημα φτιαγμένο από καλοπελεκημένα , όμορφα αγκωνάρια , κι αυτοί να ασχολούνται και να παρατηρούν τα κομματάκια που ’χουν πέσει κάτω μετά το πελέκημα .
Εκτός απ’ αυτούς είναι κι εκείνοι οι ιστορικοί και μελετητές , οι οποίοι δέσμιοι των ιδεολογιών τους προσπαθούν να υποτάξουν «στανικώς» την Επανάσταση του 1821
στα δικά τους «πιστεύω» και να την περιορίσουν στα δικά τους καλούπια , χωρίς να υπηρετούν την ιστορική αλήθεια .
Σ’ όλους αυτούς τους εχθρούς της Επανάστασης και της Ιστορίας αλλά και σ’ όλους εκείνους τους «πεφωτισμένους» που πασχίζουν να βρουν το νόημα και την ουσία της μέσα από εγκεφαλικές , ιδεολογικές , πολιτικές και άλλες αναζητήσεις , απαντά ο Γέρος του Μοριά , ο Στρατηγός της Επανάστασης του ’21 , ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης , με τον στέρεο , αστόλιστο και αληθινό λόγο του , που πηγάζει από την καρδιά του και μαρτυρά την Αλήθεια . Κι όταν μιλά ο Κολοκοτρώνης , όλοι σωπαίνουν και μόνο αφουγκράζονται :
«Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους.
Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι:
«Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γεννεά εις γεννεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα».
-Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;»
– «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά».
Έτζι δεν με ωμίλησε πλέον.
Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν , διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτηθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει την δύναμιν την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάραις, αναθέματα.
Ομοιάζαμεν σαν να είναι εις ένα λιμένα 50-60 καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλιά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτζι δειλοί, χαϊμένοι, και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι». Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθή με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του».
-Η αρχηγία ενός στρατεύματος Ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν καθεημέρα και πάλι να έρχωνται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείαις, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταχματάρχας και ούτω καθ’ εξής. Έκανε το σχέδιόν του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών 40.000 στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν εμπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτζια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη, κατά τους ανθρώπους.»
Αξίζει , κοντά σ’ αυτά , να βάλουμε και δυο αράδες από την απολογία του Κολοκοτρώνη στο δικαστήριο , όταν το βαυαρικό κράτος δίκαζε τον Έλληνα που λευτέρωσε την Πατρίδα για «εσχάτη προδοσία» :
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
– Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
– Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;
– Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
– Εξήντα τέσσερων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;
– Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Τέλος αξίζει , ακόμη , να μπει κι ένα μικρό απόσπασμα από την απολογία του Γεωργίου Τερτσέτη κατά τη δίκη που έγινε εναντίον του , όταν απευθυνόμενος προς τον δικαστή , είπε , αναφερόμενος στο γιατί δεν υπέγραψε την καταδίκη των δύο Αγωνιστών , του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα :
«… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βάσαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους; Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;»
Σήμερα , 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 , η Ελλάδα , ως επίσημο κράτος , γιορτάζει μουσειακά , τυπικά και με εκδηλώσεις βιτρίνας την επέτειο , αφήνοντας στην άκρη τα νοήματά και τα μηνύματά της .
Τότε , το 1821 , είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια ισχυρή Οθωμανική αυτοκρατορία . Σήμερα , βρισκόμαστε αντιμέτωποι με διάφορα ισχυρά , απρόσωπα , πολιτικά , στρατιωτικά και οικονομικά κέντρα , που με αναίδεια διασύρουν την πατρίδα μας και προσπαθούν «να κάνουν στάχτη έναν λαό ̟που είναι αιώνια φλόγα», όπως έγραψε ο Κώστας Βάρναλης .
Η πανδημία είναι κάτι που θα περάσει κάποια στιγμή , όμως τα δεσμά που έχουν χαλκεύσει στην πατρίδα μας τα ξένα αφεντικά θα είναι πάντα εδώ και θα δυναστεύουν τον λαό της .
Γι’ αυτό έχουμε Χρέος ιερό να ανατρέξουμε και να αναβαπτιστούμε στις αξίες και στα ιδανικά του ́21 , στο «εμείς» του Μακρυγιάννη , στον πατριωτισμό και τη θυσία του Κολοκοτρώνη και των άλλων Αγωνιστών , να κρατήσουμε αυτά που μας ενώνουν και να αναλογιστούμε : «τι χάσαμε , τι έχουμε και τι μας ̟πρέπει».
Άλλος δρόμος για τον ουσιαστικό εορτασμό των 200 χρόνων της Επανάστασης ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ .
Ζήτω η 25η Μαρτίου 1821
Τιμή και Δόξα και Μνήμη Αιώνια στους Αγωνιστές του ’21
Βαγγέλης Μητράκος