Η μεγαλύτερη και πιο αληθινή αγάπη του κόσμου είναι εκείνη της μάνας. Και η μεγαλύτερη λαχτάρα κάθε μάνας είναι να ’χει το παιδί της στην αγκαλιά της , αν είναι δυνατό σ’ ολόκληρη τη ζωή της . Κι όμως τα φέρνει έτσι η ζωή , που μανάδες , για το καλό των παιδιών τους , φτάνουνε να τα διώξουνε μακριά τους , όσο κι αν αυτό τις πονάει και τις συντρίβει . Μια τέτοια μάνα υπήρξε και η Γορτυνία , η πατρίδα μας . Μόνη , φτωχή , εγκαταλειμμένη κι αβοήθητη αναγκάστηκε να διώξει μακριά τα παιδιά της , σε κοντινές αλλά και μακρινές ξενιτιές , για να τα γλιτώσει από τη φτώχεια και τη δυστυχία .
Και πήρανε τα παιδιά της Γορτυνίας την ευχή των γονιών , μια χούφτα χώμα από την πατρική γη κι ένα κλωνάρι βασιλικό από τη γλάστρα της αυλής και φύγανε όπου γης . «Πήρανε τα μάτια τους» , όπως λέγανε οι παλαιοί . Ένα κομμάτι αυτών των Γορτυνίων της ξενιτιάς βρέθηκε κι εδώ στη Σπάρτη . Βρήκανε δουλειές , προκόψανε , κάνανε οικογένειες , ριζώσανε . Όμως κοιμούντανε και ξυπνάγανε με την πίκρα και τη λαχτάρα της πατρικής γης , που τους έλειπε . Κι αποφασίσανε μια μέρα να φτιάξουνε ένα σύλλογο Γορτυνίων εδώ στην ξένη γη , στη Σπάρτη , όπου βρεθήκανε .
Ήτανε μια χούφτα Γορτυνίων της Σπάρτης , μόλις 9 άτομα , που εκείνη την Κυριακή , στις 26 Απριλίου του 1920 , φτιάξανε αυτόν τον φημισμένο , εκατοχρονίτη πλέον αλλά αιώνιο έφηβο , «ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΣΠΑΡΤΗΣ «Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ» . Κι αυτό το βλασταράκι της Γορτυνίας που φυτεύτηκε εδώ στη σπαρτιατική γη πολύ γρήγορα άρχισε να ρίχνει ρίζες βαθιές και μπόι αψηλό , ν’ απλώνει κλαριά και φύλλα πλούσια και να μαζεύει στοργικά κάτω από τον ίσκιο του τα παιδιά της Γορτυνίας που βρέθηκαν στη Σπάρτη .
Η Σπάρτη , πολύ γρήγορα κι αυτή , άρχισε να κουβεντιάζει γι’ αυτόν το νέο Σύλλογο , να χαίρεται την πλούσια δράση του και τη δυναμική του παρουσία στην τοπική κοινωνία και να τον περιβάλλει με την εκτίμηση και τον σεβασμό της . Σ’ εκείνους τους πολύ δύσκολους καιρούς που η φτώχεια , η δυστυχία και η ανέχεια χτυπούσαν με σφοδρότητα την ελληνική κοινωνία , αλλά και κατοπινά , ο Γορτυνιακός Σύνδεσμος Σπάρτης έβρισκε πάντα τον τρόπο να στηρίζει γορτυνιακές οικογένειες (και όχι μόνο) για να μη λυγίσουν και χαθούν μέσα στις θύελλες των καιρών .
Κι οι Γορτύνιοι της Σπάρτης αγκάλιασαν με αγάπη αυτόν τον σύλλογο, αφού βλέπανε πως η δύναμη και ζωή που του δίνανε γινότανε δική τους δύναμη και ζωή . Στον Σύλλογό τους και στο Λάβαρο του Συλλόγου με την εικόνα του Α. Ευθυμίου του Νέου από τη Δημητσάνα , έβλεπε η κάθε Γορτύνια και ο κάθε Γορτύνιος της Σπάρτης το χωριό του εκεί ψηλά στις πέτρες και στα αγκωνάρια και τα έλατα της γορτυνιακής
γης . Έβλεπε το σπίτι του το πατρικό που οι αέρηδες και οι βροχές τού παίρνανε σιγά – σιγά τα κεραμίδια κι αρχίζανε να γκρεμίζουνε τις πέτρες τις παλιές . Βλέπανε τα χορταριασμένα κατώφλια των κλειστών σπιτιών , βλέπανε τους γέροντες γονήδες που άφησαν πίσω να στέλνουνε χαιρετίσματα με δακρυσμένα μάτια απ’ το παλιό μπαλκόνι , βλέπανε το χορταριασμένο νεκροταφείο του χωριού τους να γεμίζει ξύλινους Σταυρούς , βλέπανε και τα χρόνια τους τα παιδικά , τότε που τρέχανε ξυπόλητα στα σοκάκια του χωριού πάνω στις πέτρες και στα τριβόλια , βλέπανε και το σχολείο που πήγανε να μάθουνε «πέντε γράμματα» , βλέπανε τα αμπελάκια και τα μικρά φτωχικά χωράφια τα γεμάτα με πέτρες που πηγαίνανε για να βοηθάνε τους γονήδες στις δουλειές , βλέπανε και το κοπαδάκι τους με τα λίγα πρόβατα και τα γίδια που τους έστελνε η μάνα κι ο πατέρας τους να τα φυλάξουνε στη βοσκή , βλέπανε και τα μπουλούκια των μαστόρων που τα παίρνανε μαστορόπουλα και ξενιτευούντανε για το ψωμί της φαμελιάς , βλέπανε κι οι κοπελιές το ατέλειωτο βάσανο στον αργαλειό για να υφάνουνε τα προικιά τους , βλέπανε και το πανηγύρι στο χωριό , το χορό και τα γορτυνιακά τραγούδια και τα κλαρίνα , την πλατεία με τον πλάτανο και τη βρύση με το τρεχούμενο νερό απ’ τις κορίτες , βλέπανε την εκκλησιά του χωριού και τον σεβάσμιο παπά που τρέχανε να του φιλήσουνε το χέρι … ΟΛΑ μα ΟΛΑ , ό,τι αφήσανε πίσω τους φεύγοντα , τα βλέπανε οι Γορτύνιοι της Σπάρτης στο Σύλλογό τους .
Γι’ αυτό κι ο Σύλλογος αυτός συνέχιζε να προκόβει , αφού το αίμα των Γορτυνίων της Σπάρτης είχε γίνει αίμα δικό του .
Ήρθανε καλοί καιροί , ήρθανε και κακοί , ήρθανε πόλεμοι , πείνα και θάνατος και καταστροφή , ήρθανε κι οι άνεμοι της ειρήνης , βασιλιάδες και πρωθυπουργοί και δήμαρχοι και νομάρχες και βουλευτάδες και πολιτικοί ερχούντανε και φεύγανε , ο χρόνος άνοιγε το τεράστιο στόμα του και κατάπινε αχόρταγα ό,τι έβρισκε μπροστά του και μόνο το Γορτυνιακό Σύνδεσμο Σπάρτης δεν μπόρεσε να καταπιεί . Η Γορτυνία είχε πια ριζώσει για τα καλά εδώ στη Σπάρτη κι είχε γίνει ένα μαζί της .
Και να που εμείς οι Γορτύνιοι της Σπάρτης , μαζί και οι πολλοί φίλοι μας, είμαστε σήμερα εδώ , στο φιλόξενο Ναό του Α. Νικολάου Σπάρτης , με την πατρική ευλογία και στήριξη (υλική και ηθική) του Σεπτού Ποιμενάρχη μας και δικαιωματικά Γορτυνίου κκ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ , καθώς και του ταπεινού και αγαθού Λευίτη πατρός Κωνσταντίνου Ορφανάκου, μέσα σ’ αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες της πανδημίας , για να γιορτάσουμε , έτσι σεμνά και ταπεινά όπως μας αρμόζει , τα 100 χρόνια αυτού του μεγάλου , σημαντικού και ανεπανάληπτου Συλλόγου , του Συνδέσμου Γορτυνίων της Σπάρτης . Και λέω ανεπανάληπτου γιατί , πράγματι , δεν ξέρω αν σ’ ολόκληρη της Ελλάδα της νεότερης ιστορίας υπάρχει άλλος πατριωτικός σύλλογος που συνεχώς και αδιαλείπτως ζει , εργάζεται και προσφέρει στην κοινωνία επί 100 ολόκληρα χρόνια . Κι όχι μόνο αυτό , αλλά δείχνει ακμαίος και δυνατός για να συνεχίσει την πορεία στη νέα 100ετία του .
Όλη αυτή την 100χρονη ιστορία του Γορτυνιακού Συνδέσμου Σπάρτης, από το 1920 μέχρι σήμερα , θα έχετε τη μεγάλη χαρά και την ανείπωτη ευχαρίστηση να θυμηθείτε
και να γνωρίσετε μέσα από το υπέροχο βιβλίο του αδερφού μου Γιάννη Μητράκου , ο οποίος κινούμενος από την αγάπη του για τη Γορτυνία και τον Σύνδεσμο και στηριζόμενος στις συγγραφικές και άλλες του ικανότητες , κατάφερε έναν πραγματικά συγγραφικό άθλο , συγκεντρώνοντας στοιχεία 100 χρόνων , ταξινομώντας τα κατά χρονολογία και παρουσιάζοντάς τα αριστοτεχνικά με τη δεινότητα του συγγραφικού του ταλέντου . Έτσι , κατόρθωσε να δώσει μέσα από το βιβλίο του με τίτλο «Η Ιστορία του Συνδέσμου Γορτυνίων της Σπάρτης» όλο το μεγαλείο , τη δράση και την προσφορά του Συλλόγου μας αλλά και τον αγώνα των ανθρώπων του εκάστοτε Διοικητικού Συμβουλίου και των μελών του Συλλόγου να οδηγούνε το καράβι του με ασφάλεια και σιγουριά στους ωκεανούς του χρόνου και της ζωής . Απευθυνθήκαμε σε πολλούς και σημαντικούς ζητώντας οικονομική ενίσχυση για την έκδοση αυτού του βιβλίου . Ο μόνος που ανταποκρίθηκε χωρίς καν να το σκεφτεί ήταν ο Επίσκοπός μας , του οποίου τη μεγάλη αγάπη δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε ποτέ να του την ανταποδώσουμε .
Αγαπητοί Συμπατριώτες και φίλοι .
Δε μένει άλλο , παρά , από Χρέος ιερό κινούντες , ΟΛΟΙ οι Γορτύνιοι της Σπάρτης , παλαιοί και νέοι , να ενώσουμε τις δυνάμεις μας , να μπολιάσουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας με την αγάπη για την πατρογονική ρίζα μας , την ηρωική Γορτυνία , και να ξεχυθούμε να γράψουμε μέλη του Συνδέσμου τους χιλιάδες Γορτύνιους που παρεπιδημούν στην πόλη και στη Λακωνία , για να μη βρεθεί ποτέ ο Σύλλογός μας στην οδυνηρή θέση να βάλει λουκέτο στην πόρτα του και να θάψει το ιερό λάβαρο με τον Α. Ευθύμιο σε κάποιο σκοτεινό μπαούλο. Έχουμε χρέος βαρύ απέναντι στους παλαιούς Γορτύνιους , στους Προέδρους και στα Μέλη των Συμβουλίων που δεν είναι πια στη ζωή , έχουμε χρέος ιερό απέναντι στη μνήμη των γονιών και των παππούδων μας , απέναντι σ’ όλους εκείνους που με αυταπάρνηση , θυσίες και διαρκή προσωπικό αγώνα και προσφορά πήρανε το Σύλλογο από το 1920 και μας τον παρέδωσαν στα δικά μας χέρια , ζωντανό , ακμαίο και δραστήριο εν έτει 2020 , μετά από 100 ολόκληρα χρόνια . Το να διατηρήσουμε τον Σύλλογό μας ζωντανό είναι μια υποχρέωση απέναντι στην ιστορία του , αλλά συγχρόνως είναι κι ένα διαρκές μνημόσυνο στους δικούς μας ανθρώπους , στους πατεράδες μας , στις μανάδες μας , στους παππούδες και τις γιαγιάδες μας , που μας ατενίζουν από εκεί ψηλά .
Θα κλείσω με ένα ποίημα που έγραψε η εκλεκτή Γορτύνια από τη Ζώνη Γορτυνίας κ. Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη . Είναι ένα ποίημα για το χωριό του καθενός μας , για το χωριό της καρδιάς και του ονείρου του :
Μικρό χωριό μου, γραφικό, στης Γορτυνίας την άκρη,
σαν σε θωρώ απ’ τα μάτια μου αργοκυλά ένα δάκρυ.
Θρηνώ για την ερήμωση π’ ολούθε αντικρίζω,
όταν τα σπίτια σου κοιτώ, στους δρόμους τριγυρίζω.
Τ’ αμπέλια σου ρημάξανε, οι ελιές σου δεν καρπίζουν
και στις αυλές σου λούλουδα στις γλάστρες δεν ανθίζουν.
Ήταν τα χρόνια τα παλιά, χρόνια ευλογημένα,
όλα τα παραθύρια σου διάπλατα ανοιγμένα.
Τώρα, χωριό μου, όμορφο, κλειστές είναι οι στράτες
και λιγοστοί κυκλοφορούν στα μέρη σου διαβάτες.
Πικρές στο νου οι θύμησες και πώς να τις γιατρέψεις,
εύχομαι χωριουδάκι μου πάλι να ζωντανέψεις.
Ν’ ανοίξουνε τα σπιτικά, οι αυλές να πρασινίσουν
κι οι δρόμοι σου με παιδικές φωνούλες να γεμίσουν…
Βαγγέλης Μητράκος