Η βασική συζήτηση που εξελίσσεται αυτή την περίοδο στη χώρα μας -την εποχή της πανδημίας- αλλά και στην Ευρώπη αφορά στο Νέο Παραγωγικό Μοντέλο. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό τμήμα της συζήτησης εστιάζει στην παραγωγή διατροφικών αγαθών πρωτίστως, αλλά και στην αγροτική παραγωγή γενικότερα. Στόχος η υιοθέτηση ενός μοντέλου που θα δώσει προοπτική στο εισόδημα των παραγωγών ανά εκμετάλλευση, θα διασφαλίζει την επάρκεια τροφής για τους καταναλωτές, ποσοτικά και ποιοτικά, καθώς και την προσαρμογή στους εξωγενείς παράγοντες (ανθεκτικότητα).
Για να καταλήξει και να προτείνει κάποιος ένα Νέο Παραγωγικό Μοντέλο για τη χώρα μας, οφείλει να έχει απαντήσει σε δυο βασικά ερωτήματα και στη συνέχεια να λάβει υπ’ όψιν του όλες τις επιμέρους μεταβλητές που επηρεάζουν την υλοποίηση της πρότασής του. Το πρώτο θεμελιώδες ερώτημα είναι ποιο μπορεί να είναι το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της παραγωγής στον τόπο, πάνω στο οποίο θα προσανατολιστεί η παραγωγή, αφού προηγουμένως εξεταστούν οι περιοριστικοί παράγοντες.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά στο κοινωνικό υποκείμενο, τον παραγωγό, που θα κληθεί να το υπηρετήσει όσο και τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς που θα τον βοηθήσουν, θα προάγουν το έργο του και θα συμβάλλουν εν γένει στην υλοποίησή του. Η «επαγγελματικότητα» του Έλληνα αγρότη ακολουθεί και αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στη γεωργία και κτηνοτροφία της ελληνικής υπαίθρου. Έτσι, διαφοροποιείται ανά περίπτωση κυρίως σε σχέση με το βαθμό που το βιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης της παραγωγής έχει αναπτυχθεί. Οι δημόσιες δομές και υπηρεσίες έχουν στηριχθεί πάνω σε ένα διεκπεραιωτικό μοντέλο, μη αναπτυξιακό και μη υποστηρικτικό προς τον παραγωγό. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αναλυθεί ξεχωριστά, αφού συμφωνηθεί το μοντέλο.
Αναλύοντας τη γεωγραφική κατανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων, παρατηρείται ότι αυτές παρουσιάζουν πολύ έντονη παραλλακτικότητα, δηλαδή έντονες διαφοροποιήσεις εντός του ελλαδικού χώρου, με εξαιρετικά διαφορετικές μεταξύ τους μικροκλιματικές συνθήκες, ανάγλυφο και οικοτύπους.
Οι λίγες εύφορες πεδινές εκτάσεις, οι οποίες εντοπίζονται κατά βάση στη Θεσσαλία και σε δυο τρεις περιοχές της Μακεδονίας, είναι κατάλληλες για ανάπτυξη φυτών μεγάλης καλλιέργειας (βαμβάκι, σιτηρά) με υψηλές στρεμματικές αποδόσεις. Από την άλλη έχουμε ορεινές εκτάσεις κατάλληλες μόνο για κτηνοτροφία στα ορεινά της Κρήτης, της Θράκης και των νησιών του Αιγαίου, προφανώς με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.
Έχουμε την εξάπλωση της ελαιοκομίας από τη Δυτική Ελλάδα, τη Νότια Πελοπόννησο, την Κρήτη μέχρι τη Χαλκιδική και τα παράλια της Ανατολικής Μακεδονίας και την Θράκη. Και φυσικά την παραδοσιακή καλλιέργεια στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους, δίπλα στην παραδοσιακή υπερχιλιετή αλιεία η οποία όμως συμπιέζεται από την κλιματική αλλαγή.
Η Ήπειρος και η Δυτική Ελλάδα με τις αυξημένες βροχοπτώσεις έχουν τελείως διαφορετικές συνθήκες, ιδανικές για παραγωγή ζωοτροφών και ανάπτυξη εντατικής πτηνοτροφίας, σε σχέση με τη Στερεά Ελλάδα και όλη την ανατολική επικράτεια, πέραν της οροσειράς της Πίνδου.
Αυτή η τεράστια παραλλακτικότητα οδήγησε σε μεγάλη διαφοροποίηση στα εκτρεφόμενα ή καλλιεργούμενα είδη. Το Χιώτικο πρόβατο λ.χ έχει μοναδική προσαρμογή στις ξηροθερμικές συνθήκες του αιγαιοπελαγίτικου νησιωτικού συμπλέγματος, ενώ η Καραγκούνικη φυλή είναι ιδανικά προσαρμοσμένη στις συνθήκες της Θεσσαλίας.
Αντίστοιχα στην καλλιέργεια του αμπελιού έχουμε εξαιρετικές ποικιλίες στη Μονεμβασία, τη Σαντορίνη, τη Νεμέα, την Κεφαλονιά, το Μαρκόπουλο, τη Νάουσα ή την Κοζάνη που παράγουν μια «υπέροχη παλέτα» διαφορετικών κρασιών, γνωστών σε όλο τον κόσμο.
Αυτό ακριβώς είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της αγροτικής παραγωγής στη χώρα μας: η πλούσια βιοποικιλότητα και η μεγάλη παραλλακτικότητα, η εξειδίκευση και η προσαρμοστικότητα.
Τα δεκάδες ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα, με πρώτα τη φέτα και το ελληνικό γιαούρτι, τα δεκάδες κρασιά, τυριά και άλλα προϊόντα δείχνουν το δρόμο. Τα φασόλια των Πρεσπών και οι φακές Εγκλουβής, το αυγοτάραχο του Μεσολογγίου και το Αρσενικό τυρί Νάξου, τα μήλα της Ζαγοράς, ο κρόκος Κοζάνης και το φιστίκι Αιγίνης.
Η μεγάλη κλιματική ποικιλότητα και η διαφοροποίηση του εδαφικού ανάγλυφου επιτρέπουν την εισαγωγή καινοτόμων ή και «ρετροκαινοτόμων» καλλιεργειών, που άκμασαν αλλά εγκαταλείφθηκαν, καλλιεργειών συμπληρωματικών ή και σε αντικατάσταση των υφιστάμενων. Η φαρμακευτική και η κλωστική κάνναβη, (εξαιρετικά ελπιδοφόρες καλλιέργειες και επενδύσεις), το λινάρι, το σουσάμι, τα σύκα, οι σταφίδες και πολλά άλλα ακόμη, μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο στις πιέσεις από τους εξωγενείς παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή, η διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων και οι τάσεις της εποχής. Η πρόσφατη πανδημία λειτούργησε καταλυτικά στην αλλαγή διατροφικών συνηθειών: αυξήθηκε η απαίτηση σε υπερτροφές, τροφές με ισχυρισμό υγείας, αυξημένη περιεκτικότητα σε βιταμίνες, ενώ ελαττώθηκε η κινητικότητα στη μαζική εστίαση και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος. Επίσης, ισχυρές παραμένουν οι τάσεις σε vegan διατροφή και εναλλακτική ένδυση.
Αυτός είναι ο πλούτος και το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας. Η περίφημη «ελληνική ποιότητα» στα αγροτικά προϊόντα οφείλεται τόσο στη γεω-κλιματική διαφοροποίηση, όσο και στις διαφορετικές τεχνικές που ανέπτυξαν οι τοπικές κοινωνίες για την επεξεργασία, τη μεταποίηση, την αξιοποίηση των διαθέσιμων πρώτων υλών και την συντήρηση κάτω από τις διαφορετικές μικροκλιματικές συνθήκες. Το σύγκλινο της Μάνης και ο καβουρμάς της Θράκης για παράδειγμα, ενσωματώνουν δυο διαφορετικές τεχνικές επεξεργασίας του κρέατος, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα υλικά της κάθε περιοχής, όπως το ελαιόλαδο, για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση.
Το μοντέλο, λοιπόν, της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής δεν είναι αυτό που ταιριάζει στο ελληνικό τρόφιμο και την ελληνική γεωργική παραγωγή εν γένει. Το ανάγλυφο, η ποικιλία μικροκλιματικών συνθηκών και η παραλλακτικότητα οδήγησαν σταδιακά σε πολυτεμαχισμό του κλήρου και έντονη διαφοροποίηση στην παραγωγή, στοιχεία όμως που, όμως, συντελούν στην αύξηση του κόστους. Σε ένα οικονομικό σύστημα που βασικό του χαρακτηριστικό αποτελεί ο διαρκής ανταγωνισμός της ποσότητας σε βάρος της ποιότητας, τα ελληνικά χαρακτηριστικά μοιάζουν, σε μία επιφανειακή ανάγνωση, να είναι εκτός συναγωνισμού. Οι δυνατότητες συμπίεσης του κόστους παραγωγής είναι σχετικά μικρές στο μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου. Όσο και να συμπιεστεί το κόστος παραγωγής σε επιμέρους παραμέτρους, πάντα θα υπάρχει ένα ανταγωνιστικό προϊόν άλλης χώρας με χαμηλότερο κόστος.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη, εκείνη που προσφέρει παραγωγικές διεξόδους και αναδεικνύει προοπτική: καταναλωτές, λιγότεροι σε αριθμό αλλά περισσότερο σταθεροί και συνειδητοποιημένοι στις επιλογές τους, που αναζητούν το πιο ποιοτικό έναντι του πιο φθηνού μαζικού. Το φθηνό και μαζικό τρόφιμο είναι πιο ευάλωτο στη διατάραξη του διαθέσιμου εισοδήματος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αντικατάστασης του προϊόντος με υποκατάστατο φθηνότερο και χαμηλότερης ποιοτικής κατηγορίας. Και η χώρα μας παράγει ποιοτικό, διαφοροποιημένο -άρα μοναδικό- και σε μικρές ποσότητες τρόφιμο. Είναι απόλυτα φανερό λοιπόν, ότι αυτός είναι ο προσανατολισμός μας.
Οι μεταβλητές που επηρεάζουν και υπηρετούν την υλοποίηση του μοντέλου, διαδραματίζουν το σπουδαιότερο ρόλο στην πραγμάτωση ή μη του εγχειρήματος. Σύμφωνα με τον Νόμο του Ελαχίστου, ο βαθμός ικανοποίησης κάθε μεταβλητής θα καθορίσει και το βαθμό επιτυχίας του μοντέλου.
1. Πρώτη και βασική μεταβλητή είναι αναμφισβήτητα η χρηματοδότηση της αλυσίδας παραγωγής από το χωράφι μέχρι το τελικό στάδιο της διάθεσης. Η χρηματοδότηση έχει πολλές παραμέτρους: διαθεσιμότητα, ευκολία πρόσβασης, κόστος, χρόνος, όροι χρηματοδότησης. Κάθε δυσκολία σε οποιαδήποτε από αυτές τις παραμέτρους δημιουργεί εμπόδια είτε στην παραγωγική διαδικασία, είτε στην ανταγωνιστικότητα του προϊόντος είτε στη μετακύλιση του κόστους στον παραγωγό ή τον καταναλωτή. Συνεπώς, αν θέλουμε να συζητάμε σοβαρά και αξιόπιστα για παραγωγική ανασυγκρότηση, οφείλουμε να επιλύσουμε το ζήτημα της χρηματοδότησης.
2. Δεύτερη μεταβλητή, κομβικής σημασίας για τη δημιουργία υπεραξίας, είναι η ύπαρξη αξιόπιστης και σύγχρονης μεταποιητικής βιομηχανίας τροφίμου, συνεταιριστικής και ιδιωτικής. Χρειάζεται να τεθούν απλοί, αλλά καθολικοί, κανόνες λειτουργίας που θα απλοποιούν διαδικασίες και θα απαλλάσσουν από περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια την ίδρυση και λειτουργία τους, με σεβασμό στο περιβάλλον και τη νομιμότητα. Τα ζητήματα της ισοκατανομής της παραγόμενης υπεραξίας, της ρευστότητας και της αξιοπιστίας σε αυτόν τον τομέα είναι βασικά στοιχεία.
3. Μια ακόμα μεταβλητή είναι η ύπαρξη ενός σύγχρονου δικτύου διανομής (agrologistics) των αγροτικών προϊόντων. Η ύπαρξη υποδομών συντήρησης και αποθήκευσης, καθώς και ενός σύγχρονου συστήματος παρακολούθησης της ζήτησης, της προσφοράς, των διεθνών εξελίξεων και των τιμών, είναι κομβικές παράμετροι για τον προσανατολισμό της παραγωγής και τη βελτιστοποίηση της κερδοφορίας, που είναι το βασικό ζητούμενο.
4. Ταυτόχρονα, η παρακολούθηση των παγκόσμιων τάσεων και κρίσεων στη διατροφή, την υγεία, την οικονομία, το διαθέσιμο εισόδημα και οι επιπτώσεις από φυσικές ή ανθρωπογενείς αιτίες, αποτελούν μια ακόμα μεταβλητή που οφείλει να παρακολουθεί και να λαμβάνει άμεσα υπόψη ένα σύγχρονο και οργανωμένο κράτος. Η πρόσφατη πανδημία μας δίδαξε, βίαια είναι η αλήθεια, πολλά σχετικά με την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού, την ανισοκατανομή του πλούτου και της τροφής σε τοπική και παγκόσμια κλίμακα.
5. Η πέμπτη μεταβλητή που καθορίζει πλέον τις δυνατότητες, τα όρια και τον προσανατολισμό της παραγωγής είναι η Κλιματική Αλλαγή που μεταβάλλει άρδην τα μέχρι τώρα δεδομένα. Η αξιοποίηση και προστασία των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος, σε μια λογική περιορισμών και ορίων από τη μία και αειφορικής ανάπτυξης από την άλλη, συνθέτουν ένα πολύπλοκο σύστημα εξισώσεων που καθορίζουν και δύνανται να αναπροσανατολίσουν την παραγωγή.
6. Τέλος, κρίσιμη μεταβλητή αποτελεί η μέριμνα για την προστασία και την ενίσχυση του εισοδήματος του παραγωγού. Για να διασφαλιστεί η ομαλή και απρόσκοπτη παραγωγική διαδικασία, χρειάζεται να δημιουργηθούν αξιόπιστες δικλείδες ασφαλείας για την προστασία του εισοδήματος του παραγωγού. Καθ’ ότι η βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και εξαρτάται από ένα πλήθος εξωτερικών παραγόντων (καιρικών συνθηκών, αλλαγών στην αγορά ή στις τάσεις κλπ), χρειάζεται η δημιουργία ενός μηχανισμού «αντιμετώπισης κρίσεων» δημόσιου, αλληλέγγυου, κοινωνικά δίκαιου, με πολλαπλούς τρόπους χρηματοδότησης.
Καταλήγοντας, απαραίτητο είναι να γίνει αναφορά, ενδεικτικά έστω, στα εργαλεία που χρειάζεται να δημιουργηθούν ή να αξιοποιηθούν για να υπηρετήσουν τον σκοπό και αυτά μπορεί να είναι:
· Μια Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα που να αποτελέσει εργαλείο διαμόρφωσης συνθηκών υγιούς ανάπτυξης. Κάθε συζήτηση, απουσία χρηματοδοτικού εργαλείου, είναι εκ των ουκ άνευ. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα που συγκροτήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019 μπορεί και πρέπει να αποτελέσει αυτό το ρόλο.
· Η αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου, εθνικού ή ευρωπαϊκού, αναπροσανατολισμένου στην εξυπηρέτηση του μοντέλου που διαμορφώνεται. Η χρηματοδότηση πάντοτε αποτελεί την πυξίδα που δείχνει την κατεύθυνση. Ιδιαίτερα για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, χρειάζεται να διαμορφωθεί, από τη χώρα μας, μια πρόταση που να ανταποκρίνεται και στις ανάγκες του δικού της μοντέλου. Ο μέχρι σήμερα σχεδιασμός της, εξυπηρέτησε περισσότερο τις χώρες που υπηρετούν το μοντέλο της μαζικής παραγωγής και των μεγάλων κλήρων, με αποτέλεσμα στη χώρα μας να εξοβελίσει πολλούς μικρούς παραγωγούς. Παρότι οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί, η διαμόρφωση στρατηγικών συμμαχιών με κράτη-μέλη με κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να επιφέρει σημαντικά οφέλη.
· Ένας αξιόπιστος μηχανισμός για την ενίσχυση και την προστασία της καλής φήμης των ποιοτικών προϊόντων. Δεν φτάνει και δεν πείθει κανέναν ο ισχυρισμός περί ποιοτικών προϊόντων, αν αυτός δεν αποδεικνύεται και δεν πιστοποιείται μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων παραγωγής και από έναν αξιόπιστο δημόσιο μηχανισμό που θα διασφαλίζει την εφαρμογή του.
· Μια μακροχρόνιου προσανατολισμού και συνεκτική εθνική στρατηγική και διπλωματική ισχύς, προϊόν ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων και πολιτικής συμφωνίας, που να προστατεύει τα εθνικά μας προϊόντα μέσα από τις διεθνείς συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο εργαλείο προκειμένου να εξασφαλίζεται πραγματικά η προστασία έναντι προϊόντων που παράγονται σε άλλες χώρες και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη φήμη των ελληνικών.
· Η δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Στρατηγικής με τη συγκρότηση μόνιμων συμβουλευτικών οργάνων, ευρύτατων, με τη μέγιστη δυνατή σύνθεση στα βασικότερα τουλάχιστον προϊόντα, που να λειτουργούν διαχρονικά και συμβουλευτικά προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, πάνω σε μια κοινώς συμφωνημένη στρατηγική. Στη χώρα μας είναι συχνό το φαινόμενο να αλλάζει πολιτική αντιμετώπισης όχι μόνο με την αλλαγή κυβέρνησης αλλά με την αλλαγή Υπουργού.
· Η ανάπτυξη και ενσωμάτωση στην παραγωγή της έρευνας, της καινοτομίας, των νέων τεχνολογιών, της τεχνογνωσίας. Η έρευνα που παράγεται στα διάφορα ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα χρειάζεται να ενισχυθεί (στην παραγωγή της) και να συνδεθεί με την καθημερινή πρακτική και τους φορείς της παραγωγής. Αυτό θα δώσει λύσεις σε μείζονα προβλήματα (π.χ δακοκτονία,
ερημοποίηση, ζωονόσοι) και θα αυξήσει την παραγωγικότητα, σημείο όπου υστερεί εν γένει η εγχώρια παραγωγή.
· Η ενθάρρυνση κάθε συλλογικής δραστηριότητας που λειτουργεί ενωτικά στην κατεύθυνση της συνένωσης δυνάμεων και τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας. Εφόσον αναγνωρίζεται ως μειονέκτημα η πολυδιάσπαση, η δημιουργία συλλογικών σχημάτων είναι η απάντηση. H συνεργασία, η δημιουργία οριζόντιων δικτύων, με στοχοπροσήλωση και χωρίς ανταγωνισμούς, είναι ο σίγουρος δρόμος για την υλοποίηση του προτεινόμενου παραγωγικού μοντέλου και της αλλαγής που επιδιώκεται με αυτό.
· Η αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου παραγωγικού πόρου, ιδιαίτερα κτιριακών υποδομών και εξοπλισμού, ανενεργών συνεταιρισμών ή χρεοκοπημένων μεταποιητικών μονάδων. Πρέπει να δημιουργηθεί το πλαίσιο εκείνο για την άμεση επιστροφή στην παραγωγή κάθε διαθέσιμου πόρου.
· Η σύνδεση της αγροβιομηχανίας με τον τουρισμό και η αξιοποίηση του ως «πρεσβευτή» και «διαφημιστή» των ελληνικών προϊόντων στα πέρατα του κόσμου.
· Η ενίσχυση των λοιπών συνθηκών διαβίωσης στον αγροτικό χώρο προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες που θα συγκρατήσουν τον πληθυσμό στην ύπαιθρο και θα ανακόψουν την ισχυρή τάση αστικοποίησης.
Η υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου παραγωγής, ανθρωποκεντρικού, αειφόρου και κοινωνικά υπεύθυνου, καθώς και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την πραγμάτωσή του είναι εφικτή μόνο μέσα από την ευρεία κινητοποίηση κοινωνικών υποκειμένων, παραγωγικών συντελεστών και πόρων (γνωστικών, επιχειρησιακών, υλικών). Αυτή είναι εφικτή μέσα από τη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών που μπορούν να τη δρομολογήσουν. Και αυτό μπορεί να συμβεί στη βάση ενός φιλόδοξου προοδευτικού σχεδίου και της προοδευτικής συμπαράταξης με όρους μέλλοντος, για την υπέρβαση των κληρονομημένων παθογενειών και των εμποδίων που θέτει η κυρίαρχη σήμερα πολιτική, κοινωνική και οικονομική προσέγγιση. Τώρα, με τα νέα δεδομένα που θέτει και η πανδημία, είναι η ώρα των αποφάσεων, προκειμένου το επόμενο βήμα να είναι η ανάληψη δράσης.