Περιγραφή του δικτύου Natura 2000
Ως προστατευόμενη περιοχή εννοούμε, σύμφωνα με τον ορισμό που έχει δώσει η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης και των Φυσικών Πόρων (IUCN): «Μια χερσαία και/ή θαλάσσια έκταση, αφιερωμένη στην προστασία και διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και των φυσικών και συναφών πολιτιστικών πόρων, η οποία υπόκειται σε διαχείριση με νομικά μέσα ή άλλους αποτελεσματικούς τρόπους». Στη χώρα μας υφίσταται πλήθος προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες τελούν υπό κάποιο καθεστώς προστασίας, είτε σε εθνικό, είτε σε ευρωπαϊκό, είτε σε διεθνές επίπεδο.
Οι περιοχές Νatura 2000 αποτελούν ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας σπάνιων ή και απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών και οικοσυστημάτων. Το δίκτυο Natura 2000 είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ε.Ε. για τη διατήρηση της φύσης. Το δίκτυο Natura 2000 ιδρύθηκε τον Μάιο του 1992 με την υιοθέτηση της Οδηγίας για τους Οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ) η οποία συμπληρώνει την Οδηγία για τα Πουλιά (79/409/ΕΟΚ). Έτσι το δίκτυο αποτελείται από δύο κατηγορίες περιοχών: τις «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» (Special Protection Areas – SPA) για την Ορνιθοπανίδα, όπως ορίζονται στην Οδηγία για τα Πουλιά (79/409/EK) «για τη διατήρηση των άγριων πτηνών» και τους «Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ)» (Sites of Community Importance – SCI) όπως ορίζονται στην Οδηγία για του Οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ). Οι ΖΕΠ, μετά το χαρακτηρισμό τους από τα Κράτη Μέλη, εντάσσονται αυτόματα στο Δίκτυο Natura 2000. Αντίθετα, για την ένταξη των ΤΚΣ πραγματοποιείται επιστημονική αξιολόγηση και διαπραγμάτευση μεταξύ των Κρατών Mελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μετά την οριστικοποίηση του καταλόγου των ΤΚΣ, τα Κράτη Μέλη υποχρεούνται να κηρύξουν τις περιοχές αυτές ως «Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ)» (Special Areas of Conservation – SAC)» το αργότερο μέσα σε μια εξαετία και να καθορίσουν τις προτεραιότητες για την διατήρηση σε ικανοποιητική κατάσταση των τύπων οικοτόπων και ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος εντός αυτών.
Η Ελλάδα έχει χαρακτηρίσει σήμερα 202 Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) και 241 Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ). Οι δύο κατάλογοι περιοχών παρουσιάζουν μεταξύ τους επικαλύψεις όσον αφορά τις εκτάσεις τους. Ο κατάλογος των Ελληνικών Ζωνών Ειδικής Προστασίας δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1495/Β/06.09.2010 ως παράρτημα στη νέα ενσωμάτωση της Οδηγίας 79/4009/ΕΟΚ (η οποία κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2009/147/ΕΚ). Από τους 241 Ελληνικούς ΤΚΣ, οι 239 χαρακτηρίστηκαν ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης με το Ν3937/2011 (ΦΕΚ60/Α/31-3-2011). Τον Δεκέμβριο του 2017 (Νόμος υπ’αριθμ. 50743) ο εθνικός κατάλογος των περιοχών Natura 2000 αναθεωρείται και διαμορφώνεται όπως ισχύει και σήμερα. Μετά την ψήφιση του Νόμου υπ’ αριθμ.4519 (20 Φεβρουαρίου 2018), όλες οι περιοχές Natura 2000 υπάγονται σε έναν από τους 36 πλέον Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών(28 ήδη υφιστάμενοι και 8 νέοι).
Έτσι, οι περιοχές (ή «τόποι») Natura 2000 αποσκοπούν στην προστασία των περιοχών που θεωρούνται βασικές για επιλεγμένα είδη χλωρίδας και πανίδας ή τύπους οικοτόπων. Πρόκειται για είδη και οικοτόπους που θεωρούνται ευρωπαϊκής σημασίας επειδή απειλούνται με εξαφάνιση, είναι ευάλωτα, σπάνια ή ενδημικά, ή συνιστούν εξαιρετικά παραδείγματα τυπικών χαρακτηριστικών μίας ή περισσότερων από τις εννέα βιογεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης. Συνολικά, υπάρχουν περίπου 2000 είδη και 230 τύποι οικοτόπων σε βασικές περιοχές που πρέπει να ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000. Από την άλλη, τα φυσικά καταφύγια, τα εθνικά πάρκα και άλλες εθνικές και περιφερειακές προστατευόμενες περιοχές ορίζονται αποκλειστικά με βάση την εθνική ή περιφερειακή νομοθεσία, η οποία συχνά διαφέρει από χώρα σε χώρα. Αυτές οι προστατευόμενες περιοχές μπορεί να οριστούν για διάφορους σκοπούς και δεν είναι απαραίτητο να αφορούν είδη/οικοτόπους που ενδιαφέρουν το δίκτυο Natura 2000, ενώ δεν έχουν το ίδιο καθεστώς με τις περιοχές του δικτύου Natura 2000. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ορισμένες εθνικές ή περιφερειακές προστατευόμενες περιοχές να έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως περιοχές Natura 2000 αν θεωρούνται βασικές περιοχές για είδη και οικοτόπους ενωσιακής σημασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζονται οι διατάξεις των οδηγιών της ΕΕ, εκτός εάν έχουν θεσπιστεί αυστηρότεροι κανόνες μέσω της εθνικής νομοθεσίας.
Οι περιοχές Natura 2000 επιλέγονται με γνώμονα τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης επιβίωσης των ειδών και των οικοτόπων, ενώ η επιλογή τους πραγματοποιείται βάσει επιστημονικών στοιχείων. Οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 περιλαμβάνουν διαφορετικούς τύπους οικοσυστημάτων όπως χερσαία, λιμνοποτάμια και θαλάσσια οικοσυστήματα. Ένα οικοσύστημα μπορεί να περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους οικοτόπους και συνήθως φιλοξενεί μια ποικιλόμορφη κοινότητα φυτών και ζώων. Το δίκτυο Natura 2000 περιλαμβάνει περισσότερες από 27.000 περιοχές που καλύπτουν συνολική επιφάνεια περίπου 1.150.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Η συνολική έκταση γης που καλύπτεται από το δίκτυο Natura 2000 αντιπροσωπεύει περίπου το 18% της συνολικής χερσαίας έκτασης της ΕΕ. Η εθνική χερσαία κάλυψη του δικτύου Natura 2000 ποικίλλει από περίπου 9% έως περίπου 38%, ανάλογα με τη χώρα. Το γεγονός αυτό καθιστά το δίκτυο Natura ένα από τα μεγαλύτερα συντονισμένα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ζητήσει από ορισμένα κράτη μέλη να προτείνουν επιπλέον περιοχές για συγκεκριμένα είδη και τύπους οικοτόπων προκειμένου να ολοκληρωθεί το δίκτυο στην επικράτειά τους.
Το δίκτυο Natura 2000 αναγνωρίζει ότι, οι άνθρωποι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της φύσης και ότι οι δύο πλευρές αποδίδουν καλύτερα όταν συνεργάζονται. Έτσι, ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως περιοχής Natura 2000 δεν σημαίνει συνεπώς ότι πρέπει να διακοπούν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να απαιτηθούν προσαρμογές ή αλλαγές με στόχο την προστασία των ειδών και των οικοτόπων χάριν των οποίων η περιοχή εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000, ή μέτρα αποκατάστασης προκειμένου να επανέλθουν σε μια ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Αλλά συχνά, οι υπάρχουσες ανθρώπινες δραστηριότητες θα συνεχιστούν όπως και πριν. Πράγματι, για πολλές περιοχές Natura 2000, τα υφιστάμενα είδη φυτών και ζώων και τύποι οικοτόπων μπορεί να εξαρτώνται από τη συνέχιση των εν λόγω δραστηριοτήτων για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους, και, άρα, είναι σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις να βρεθούν τρόποι να συνεχιστούν και, ενίοτε, να ενισχυθούν οι δραστηριότητες αυτές — π.χ. χορτοκοπή ή βόσκηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα ή έλεγχος άγριας βλάστησης. Επομένως, η προσέγγιση δεν είναι ενιαία, αλλά όλα εξαρτώνται από τις ειδικές περιβαλλοντικές, καθώς και κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής, καθώς και από τις συγκεκριμένες οικολογικές απαιτήσεις των ειδών και των οικοτόπων που φιλοξενούν, ενώ αυτό είναι κάτι που κρίνεται κατά περίπτωση.
Το Natura 2000 ήδη αποδεικνύεται σημαντική κινητήριος δύναμη για πολλές τοπικές οικονομίες μέσω της προσέλκυσης τουριστών, των οποίων οι δαπάνες στηρίζουν τις τοπικές οικονομίες. Εκτιμάται ότι οι δαπάνες στις οποίες προβαίνουν οι επισκέπτες των περιοχών του δικτύου Natura 2000 κυμαίνονται περίπου σε 50–85 δισ. EUR/έτος. Εάν ληφθούν υπόψη μόνον οι δαπάνες εκείνων των επισκεπτών που συνδέονται συγκεκριμένα με τον χαρακτηρισμό των περιοχών Natura 2000 (σε αντιδιαστολή με τις φυσικές ζώνες εν γένει), το εύρος των δαπανών κυμαίνεται σε 9–20 δισ. EUR/έτος, που παράγονται από περίπου 350 εκατομμύρια ημέρες υποδοχής επισκεπτών. Η συνολική δαπάνη που παράγεται από τους κλάδους τουρισμού και αναψυχής στηρίζει από 4,5 έως 8 εκατομμύρια θέσεις πλήρους απασχόλησης. Τα οφέλη που δημιουργούνται από τους επισκέπτες σε σχέση με το Natura 2000 στηρίζουν από 800.000 έως 2 εκατομμύρια θέσεις πλήρους απασχόλησης, επί συνόλου περίπου 13 εκατομμυρίων θέσεων πλήρους απασχόλησης στον τομέα του τουρισμού εντός της ΕΕ των 27. Επιπλέον, οι προστατευόμενες ζώνες μπορούν να παράσχουν πρόσθετα οφέλη στην τοπική και περιφερειακή οικονομία, προσελκύοντας εισροές επενδύσεων και ενισχύοντας την τοπική εικόνα και την ποιότητα ζωής.
Το δίκτυο Natura 2000 παρέχει οφέλη στην κοινωνία και στην οικονομία μέσω μιας σειράς οικοσυστημικών υπηρεσιών. Σε αυτές περιλαμβάνεται η παροχή υλικών πόρων όπως το νερό ή οι βιώσιμες καλλιέργειες και η βιώσιμη ξυλεία (προμηθευτικές υπηρεσίες) και διεργασίες που ρυθμίζουν την ποιότητα του νερού και του αέρα ή προλαμβάνουν φυσικούς κινδύνους όπως οι πλημμύρες και η διάβρωση του εδάφους και μετριάζουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με την αποθήκευση και δέσμευση άνθρακα (ρυθμιστικές υπηρεσίες). Οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 προσφέρουν επίσης πολιτιστικές υπηρεσίες, για παράδειγμα φιλοξενώντας δραστηριότητες αναψυχής και τουριστικές δραστηριότητες ή συμβάλλοντας στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας και στην αίσθηση του ανήκειν σε έναν τόπο. Πρόσφατες μελέτες με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αξιολόγησαν και εκτίμησαν το συνολικό οικονομικό όφελος που παρέχεται από το δίκτυο Natura 2000. Η αξία του εν λόγω οφέλους από περιοχές του χερσαίου τμήματος του δικτύου Natura 2000 — υπολογιζόμενη με βάση τις υπάρχουσες μελέτες σε επιμέρους περιοχές και την αξία των υπηρεσιών που παρέχουν διάφοροι οικότοποι — εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 200 έως 300 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως (δηλ. 2% με 3% του ΑΕΠ της ΕΕ). Το ύψος αυτό θα πρέπει να εκληφθεί ως μια πρώτη ενδεικτική εκτίμηση του μεγέθους των ετήσιων οφελών και όχι ως ένα ακριβές αποτέλεσμα. Στην Ευρώπη, περίπου 4,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και 405 δισεκατομμύρια EUR ετήσιων κύκλων εργασιών, εξαρτώνται άμεσα από την διατήρηση υγιών οικοσυστημάτων, σημαντικό μέρος των οποίων βρίσκεται εντός του δικτύου Natura 2000. Παρότι αυτά τα αριθμητικά στοιχεία παρέχουν μόνο μια πρώτη εκτίμηση, τα προκαταρκτικά αποτελέσματα καταδεικνύουν ήδη ότι τα οικονομικά οφέλη που προσφέρει το δίκτυο Natura 2000 υπερτερούν κατά πολύ του κόστους που συνδέεται με τη διαχείριση και την προστασία του σημαντικού αυτού πόρου. Το τελευταίο υπολογίζεται σε περίπου 5,8 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως — ένα πολύ μικρό μέρος της δυνητικής αξίας για την κοινωνία. Διασφαλίζοντας την προστασία των περιοχών Natura 2000 και καθιστώντας υποχρεωτικά τα μέτρα διατήρησης, το δίκτυο ενισχύει τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, τα οποία με τη σειρά τους αποφέρουν οφέλη για την κοινωνία και την οικονομία.
Η περιοχή του δικτύου Natura 2000 του Ακρωτηρίου Ακρίτας
Η περιοχή μελέτης (GR2550003) ανήκει στο δίκτυο Natura 2000 ως τόπος κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) και βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, ενώ περιλαμβάνει το Ακρωτήριο Ακρίτας καθώς και τις διπλανές νησίδες Σχίζα (1090 ha), Σαπιέντζα (963 ha), Βενέτικο, Αγ. Μαριανή, Αβγό κλπ. Η Σαπιέντζα έχει πλούσια ξυλώδη βλάστηση, ενώ τα άλλα νησιά είναι θαμνώδη. Η συνολική έκταση της προστατευόμενης περιοχής φτάνει τα 11201.75 ha, ενώ η συνολική περίμετρο τα 122 km και το μέγιστο υψόμετρο τα 517 m. Η περιοχή ανήκει στο νεοσυσταθέντα Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου – Κυθήρων. Οι τύποι οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ που απατώνται στην περιοχή είναι: οι υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (11,7441 ha), οι λόχμες των παραλιών με αρκευθούς (6,44561 ha), οι θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων (8,80494 ha), οι θερμομεσογειακές και προερημικές λόχμες, τα φρύγανα από Sarcopoterium spinosum {(Σαρκοποτήριο το ακανθώδες (αφάνα, αστοιβή)} (23,7321 ha), τα ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (1,79972 ha), τα κατακλυζώμενα ή μερικώς κατακλυζώμενα θαλάσσια σπήλαια και τέλος τα δάση ελιάς και χαρουπιάς (5992,13 ha).
Ειδικότερα, ο τύπος οικοτόπου που αφορά τις υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, περιλαμβάνει σχηματισμούς των παραθαλάσσιων ακτών και αντιπροσωπεύουν το πρώτο στάδιο σχηματισμού θινών. Σε σχέση με τις οικολογικές συνθήκες, ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου περιλαμβάνει τις θίνες που συνήθως βρίσκονται σε απόσταση 5 με 10 μέτρων από την ακτή, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 0,2 έως 2 μέτρα. Αντιπροσωπεύουν το πρώτο στάδιο σχηματισμού θινών αποτελούμενες από ρυτιδώσεις η ανυψωμένες αμμώδεις επιφάνειες της ανώτερης υπερπαραλιακής ζώνης ή στο περιθώριο του κυματισμού ή στους πρόποδες των υψηλών θινών. Αναπτύσσεται σε αλλουβιακές ποτάμιες ή θαλάσσιες αποθέσεις, με έδαφος αμμώδες (θίνες) κατά μήκος των ακτών, σε επίπεδο ή με ελαφρές κλίσεις ανάγλυφο (<5%). Οι κοινότητες, που περιλαμβάνει, αποικίζουν τόσο τις ράχες των αμμοθινών όσο και την πλατιά ζώνη που συγκροτείται στις υπήνεμες πλευρές των συστημάτων. Η οικολογική του σημασία είναι μεγάλη και έγκειται στο ρόλο του ως δομικό στοιχείο της αμμοθινικής βλάστησης η οποία είναι σημαντική καθώς συγκρατεί την άμμο, σταθεροποιεί την ακτογραμμή και λειτουργεί προστατευτικά για τις φυτοκοινότητες του εσωτερικού. Σημειώνεται ότι, η διατήρηση των σημαντικών λειτουργιών των αμμοθινικών συστημάτων απαιτεί διατήρηση όλων των ζωνών βλάστησης που τα αποτελούν. Σε σχέση με την διατήρησή και τις απειλές, στην Ελλάδα οι κοινότητες του τύπου αυτού του οικοτόπου έχουν τόσο υποβαθμιστεί τις τελευταίες δεκαετίες, που η διατήρηση όσων έχουν απομείνει θα πρέπει να αποτελεί πλέον άμεση προτεραιότητα της πολιτείας. Οι κοινότητες των πρωτογενών θινών είναι εκ φύσεως ευμετάβλητες, καθώς βρίσκονται διαρκώς σε δυναμική εξέλιξη, αλλά αποτελούνται από ανθεκτικά είδη με υψηλή προσαρμογή στο βιότοπο αυτό. Σε σχέση με την υποβάθμιση του οικοτόπου που παρατηρείται, μπορεί να οφείλεται σε φυσικά αίτια (πλάτος ακτής, ένταση αέρα-κυματισμού κλπ.), ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις η υποβάθμιση του οικοτόπου οφείλεται και σε ανθρωπογενείς επιδράσεις, κυρίως ως αποτέλεσμα της τουριστικής αξιοποίησης των τελευταίων ετών.
Ακολούθως, ο επόμενος τύπος οικοτόπου αποτελείται από λόχμες με αρκευθούς σε αμμώδες υπόστρωμα σε παραλίες. Πρόκειται για τύπο οικοτόπου σταθεροποιημένων αμμοθίνων, που προϋποθέτει σχετικά εκτεταμένο αμμοθινικό σύστημα για τις λειτουργίες της συγκράτησης της άμμου, της σταθεροποίησης της ακτογραμμής και της προστασίας των κοινοτήτων του εσωτερικού. Ουσιαστικά αφορά οικότοπο υψηλής προτεραιότητας καθώς είναι ιδιαίτερα σπάνιος. Σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου, σε αρκετές θέσεις είναι ικανοποιητική, αλλά ειδικά οι παράκτιες φυτοκοινότητες βρίσκονται σε διαρκή υποχώρηση, κυρίως λόγω καταστροφής του βιότοπου τους, ενώ σε ορισμένες θέσεις έχουν μείνει υπολείμματα που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο υποχώρησης, με μικρή η ανύπαρκτη αναγέννηση και απειλούνται με αφανισμό.
Σε σχέση με τον τύπο οικοτόπου που αφορά θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων, εμφανίζεται εσωτερικά των αμμοθινών, μερικές φορές και σε σταθεροποιημένες εσωτερικές θίνες. Έχει φρυγανικό χαρακτήρα ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί μεταβατικό στάδιο από τις κινούμενες θίνες προς τις κοινότητες φρυγάνων. Ως τμήμα αμμοθινικών συστημάτων είναι σημαντικό για τη διατήρηση της ισορροπίας τους και η οικολογική αξία του σχετίζεται με τις λειτουργίες συγκράτησης της άμμου, της σταθεροποίησης της ακτογραμμής και της προστασίας των κοινοτήτων του εσωτερικού. Σε σχέση με τις απειλές που αντιμετωπίζει ο τύπος του οικοτόπου αυτού, κύρια απειλή είναι η απώλεια ενδιαιτήματος και η διάσπαση της συνέχειας του οικοτόπου.
Ο επόμενος τύπος οικοτόπου, που απαντάται στην προστατευόμενη περιοχή μελέτης, αφορά τις θερμομεσογειακές και προερημικές λόχμες και περιλαμβάνει ξεροθερμικούς θαμνώνες, χαρακτηριστικούς της θερμομεσογειακής ζώνης. Ο τύπος αυτού του οικοτόπου απαντάται σε πυριτικό ή ασβεστολιθικό υπόστρωμα, ενώ φθάνουν την μεγαλύτερη εξάπλωσή τους ή την άριστη ανάπτυξή τους στη θερμομεσογειακή ζώνη. Σε σχέση με την χλωριδική σύνθεσή του, τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά είδη του τύπου οικοτόπου είναι το θυμάρι, η ρίγανη, το πεδινό τριφύλλι, η λαδανιά, η αστοιβή, η ασφάκα, ο αγριοζοχός κ.α. Τέλος, σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης, ο τύπος αυτού του οικοτόπου δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερες απειλές ή πιέσεις, καθώς είναι πλήρως προσαρμοσμένος στις ξεροθερμικές συνθήκες και την βόσκηση.
Επίσης, έναν ακόμη τύπο οικοτόπου αποτελούν τα φρύγανα από Sarcopoterium spinosum {(Σαρκοποτήριο το ακανθώδες (αφάνα, αστοιβή)}. Ο τύπος αυτός περιλαμβάνει χαμηλούς (έως 1,5 μέτρου), ακανθώδεις σχηματισμούς από ημισφαιρικούς θάμνους της παράκτιας θερμομεσογειακής ζώνης. Σε σχέση με τη χλωριδική σύνθεση εμφανίζει μεγάλη ποικιλία καθώς και τα περιβάλλοντα που αποικίζει, ενώ τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά είδη του τύπου οικοτόπου είναι η θρούμπα, η αστοιβίδα, το ασπροθύμαρο, η γαγέα η ελληνική, ο ασπάλαθος και πολλά άλλα. Η οικολογική σημασία της βλάστησης των φρυγάνων έγκειται στο ότι επιτελεί σημαντικές λειτουργίες, όπως η πρωτογενής παραγωγή, η προσφορά ενδιαιτήματος και η συγκράτηση εδαφών σε πολύ αντίξοες φυσικές συνθήκες και ακόμα και μετά από έντονες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Η αντιδιαβρωτική τους ικανότητα είναι σημαντική ιδιαίτερα σε περιοχές με μεγάλες κλήσεις και σαθρά εδάφη. Σημαντικότατο όμως χαρακτηριστικό της είναι η υψηλή βιοποικιλότητα, σε επίπεδο ειδών και κοινοτήτων. Τέλος, σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης και τις απειλές, αυτός ο τύπος οικοτόπου δεν φαίνεται να έχει ιδιάιτερες απειλές ή πιέσεις καθώς είναι πλήρως προσαρμοσμένος τόσο σε αντίξοες συνθήκες (ξηρασία, άνεμος) όσο και στην βόσκηση.
Έναν ακόμη τύπο οικοτόπου, που συναντάται στην εξεταζόμενη περιοχή, αποτελούν τα ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση. Ο τύπος οικοτοπου συναντάται σε απόκρημνους βράχους με κλίσεις άνω του 65%, ενώ πρόκειται για κοινότητες που συγκροτούνται από χασμόφυτα είδη τα οποία έχουν τις προσαρμογές που απαιτούνται για να φυτρώσουν και να αναπτυχθούν μέσα στις σχισμές των βράχων, ακόμη και με ελάχιστο έδαφος. Τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά είδη του οικοτόπου αποτελούν η Αχιλλέα η σκιαδιόμορφη, η καμπανούλα ή έρπουσα, η πετρομαρούλα, η σταχελίνα ή θαμνώδεις κ.α. Τέλος, σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης και τις απειλές, ο τύπος οικοτόπου κινδυνεύει κυρίως από την διάνοιξη δρόμων.
Τέλος, σε σχέση με τον τύπο οικοτόπου που αφορά δάση ελιάς και χαρουπιάς και συναντάται στην περιοχή, ο τύπος αυτός περιλαμβάνει θερμομεσογειακά δάση κυριαρχούμενα από τα δενδρώδη είδη της ελαίας της δασικής ή αγριελιάς, της χαρουπιάς, του σχίνου και της μυρτιάς. Ο τύπος οικοτόπου απαντά σχεδόν πάντα σε ασβεστολιθικά εδάφη, συχνά άγονα και σκελετικά. Το υψόμετρο στο οποίο απαντάται αυτός ο τύπος οικοτόπου δεν ξεπερνά τα 500 – 600 μέτρα, ενώ σπάνια οι συστάδες του τύπου αυτού είναι αμιγείς και συνήθως κυριαρχούνται από δύο ή περισσότερα είδη. Χαρακτηρίζονται από υψηλή προσαρμογή στις μεσογειακές περιβαλλοντικές συνθήκες και έχουν μεγάλο εύρος οικολογικών προτιμήσεων, ενώ καθοριστικό φυσιογνωμικό ρόλο σε αυτό τον τύπο οικοτόπου παίζουν ο σχίνος, η ελία και η χαρουπιά και θεωρείται ότι αποτελούν κλιμακική βλάστηση. Σε σχέση με την χλωριδική σύνθεση, τα κυριότερα είδη που απαντώνται είναι το αρίσαρο το κοινό (λυχναράκι), το άγριο σπαράγγι, ο λευκός ασφόδελος, η χαρουπιά, το αγριόκλημα, η μελίκη, η μυρτιά, η αγριελιά, το ασπροθύμαρο, ο σχίνος, το λαγουδόχορτο, το πουρνάρι, η Ουργινία η θαλλάσια (μποτσίκι), η αριά κ.α. Τέλος, σε σχέση με τις απειλές, η εγγύτητα (λόγω των χαμηλών υψομέτρων) αυτών των σχηματισμών προς τις κατοικημένες περιοχές έχει οδηγήσει σε ένα πλήθος ανθρώπινων επιδράσεων (πυρκαγιές, εκχερσώσεις), με αποτέλεσμα οι θαμνώνες αυτοί να εμφανίζονται σχεδόν πάντα με έντονα σημάδια της υποβάθμισης. Έτσι σε πολλές περιοχές έχουν απομείνει υπολειμματικές συστάδες ή και απομονωμένα άτομα.
Παράλληλα, εντός του συνόλου των παραπάνω οικοτόπων, συναντώνται μια σειρά αμφίβιων – ερπετών. Μεταξύ αυτών είναι η χελώνα Caretta caretta, η Γραμμωτόλαιμη νεορχωλώνα (Mauremys caspica), η Κυπομυγαλίδα (Crocidura suaveolens), το Κουνάβι (Martes foina), η Νυφίτσα (Mustela nivalis), ο Χωματόφρυνος (Bufo bufo), ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis), ο Δενδροβάτραχος (Hyla arborea), η Δενδρογαλιά (Coluber gemonensis), η Σαΐτα (Coluber najadum), το Σαμιαμίδι (Hemidactylus turcicus), η Τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), ο Σαπίτης (Malpolon monspessulanus), ο Τυφλίτης (Ophisaurus apodus), η Πελοποννησιακή γουστέρα (Podarcis peloponnesiaca), η Αλεπού (Vulpes v. Hellenica), το Γατόφιδι (Telescopus fallax),το Σκουλικόφιδο (Typhlops vermicularis), η Οχιά (Vipera ammodytes) κ.α. Η μεγάλη ζωολογική σημασία της περιοχής υποδηλώνεται από την παρουσία 29 σημαντικών ειδών σπονδυλωτών (εκτός από πουλιά). Δύο από αυτά, η μεσογειακή φώκια Monachus monachus και η θαλασσοχελώνα Caretta caretta είναι είδη προτεραιότητας. Ακόμη, να αναφερθεί ότι, στους παραθαλάσσιους βράχους και τις βραχώδεις ακτές της περιοχής ενδημούν ορισμένα ελληνικά φυτικά taxa (taxa Limonium).
Επίσης, η θέση της περιοχής αυτής, στη δυτική μεταναστευτική διαδρομή των πτηνών στην Ελλάδα, σε μια από τις νότιες άκρες των Βαλκανίων, σε συνδυασμό με την εμφάνιση κατάλληλων τύπων οικοτόπων καθιστούν αυτή την περιοχή πολύ σημαντική. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τουλάχιστον τρία απειλούμενα είδη μεγάλων αετών, είναι αξιοσημείωτα στοιχεία της τοπικής ορνιθοπανίδας. Πρόκειται για τον Στικταετό (Aquila clanga), τον Βασιλαετό (Aquila heliaca) (“Κινδυνεύοντα”) και τον Χρυσαετό (Aquila chrysaetos). Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής αποτελείται από καλλιεργούμενη γη. Η περιοχή δέχεται – εκτός από τις γεωργικές δραστηριότητες- και άλλες ανθρωπογενείς πιέσεις όπως το κυνήγι (η περιοχή περιλαμβάνει ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή σύμφωνα με το ΦΕΚ 1041/Β/20-10-77) και την παράνομη αλιεία που αποτελούν απειλές για την πανίδα της περιοχής, ενώ τέλος, η περιοχή δέχεται πιέσεις από οικοδομικές και τουριστικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται.
Προτάσεις διεύρυνσης, προστασίας και ανάδειξης της περιοχής του δικτύου Natura 2000
Oι εκτάσεις που βρίσκονται εκτός του δικτύου Natura 2000 μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών ενωσιακού ενδιαφέροντος, ειδικότερα εκείνων που είναι ευάλωτα στον κατακερματισμό ή στην απομόνωση. Πρόκειται για εκτάσεις που μπορούν να συμβάλουν στην ουσιαστική βελτίωση της οικολογικής συνοχής του δικτύου και στη λειτουργική συνδεσιμότητα των περιοχών Natura 2000. Επίσης, οι εκτάσεις που βρίσκονται εκτός του δικτύου Natura 2000 μπορούν να αποτελέσουν πρόσθετο καταφύγιο για τα είδη και τους τύπους οικοτόπων εκτός των ορίων των περιοχών του δικτύου.
Αυτό είναι πολύ χρήσιμο στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπου, ειδή και οικοτόποι καταλαμβάνουν εκτεταμένα εδάφη (π.χ. τσακάλι και αλεπού), έχουν ευρεία κατανομή (π.χ. δάση ελιάς και χαρουπιάς), ενώ παράλληλα, σημαντικά είδη οικοτόπων στο βόρειο τμήμα του δικτύου μένουν εκτός, όπως δάση πεύκων και βελανιδιάς που βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας του Μηναγιώτικου ρέματος, καθώς μόνον ένα μέρος των συνολικών πόρων περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000 (λιγότερο από 50%). Έτσι, οι περιοχές της κοιλάδας του Μηναγιώτικου ρέματος, που βρίσκονται εκτός του δικτύου Natura 2000, είναι αναγκαίες για την επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το άρθρο 10 της οδηγίας για τους οικοτόπους ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προωθήσουν τη διαχείριση χαρακτηριστικών του τοπίου στα οποία αποδίδεται πρωταρχική σημασία για τη μετανάστευση, τη γεωγραφική κατανομή και τη γενετική ανταλλαγή αγρίων ειδών πανίδας και χλωρίδας. Έτσι, τέτοιου είδους μέτρα μπορούν επίσης να αφορούν εκτάσεις που δεν έχουν χαρακτηριστεί περιοχές Natura 2000. Παράλληλα, η σημασία των περιοχών που βρίσκονται εκτός του δικτύου Natura 2000 για τα πτηνά αποτυπώνεται στο άρθρο 3 στοιχείο α) και στο άρθρο 4 της οδηγίας για τα πτηνά που απαιτούν από τα κράτη μέλη να καταβάλλουν προσπάθειες για τη συντήρηση και διευθέτηση των οικοτόπων που βρίσκονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ζωνών προστασίας σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις και για την αποφυγή της ρύπανσης ή της υποβάθμισης των οικοτόπων.
Βάσει αυτών και σε σχέση με την προστασία της εξεταζόμενης περιοχής, είναι σημαντικό να υπάρξει αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Καθώς και ενσωμάτωση στόχων διατήρησης της βιοποικιλότητας σε όλα τα επίπεδα σχεδιασμού και στις τομεακές και αναπτυξιακές πολιτικές της χώρας. Επίσης, σημαντικό είναι η απόκτηση επαρκούς γνώσης για την κατάσταση των ειδών και οικοσυστημάτων, ως κύριο εργαλείο για την αποτελεσματική διατήρηση και διαχείριση της βιοποικιλότητας. Τέλος, σημαντικό είναι η επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης της βιοποικιλότητας, στην οποία περιλαμβάνονται οι οικότοποι και τα είδη χλωρίδας και πανίδας και άλλων ομάδων οργανισμών, ιδίως εκείνα που χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, σπάνια ή απειλούμενα, καθώς και οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί επιτήρησης, ώστε να διασφαλίζεται η εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Έτσι, είναι ίσως επιβεβλημένο να εξετασθεί το χερσαίο γεωγραφικό πλαίσιο διεύρυνσης και νέας οριοθέτησης του δικτύου Natura 2000 στην εξεταζόμενη περιοχή του Ακρωτηρίου Ακρίτας, ώστε, να συμπεριλάβει το σύνολο των σημαντικών οικοτόπων που βρίσκονται στην εν λόγω περιοχή της λεκάνης απορροής του Μηναγιώτικου ρέματος, βόρεια της υπάρχουσας οριοθέτησης. Ανάμεσα στα σημαντικά είδη οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ που βρίσκονται στην περιοχή αυτή, εκτός του δικτύου Natura 2000, κατά την μελέτη μας, μεταξύ άλλων, εντοπίσαμε τα εξής: o τύπος οικοτόπου 3290 «Ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή από Paspalo-Agrostidion», o τύπος οικοτόπου 92C0 «Δάση Platanus orientalis- Δάση ανατολικής πλατάνου», ο τύπος οικοτόπου 92D0 «Nerium oleander, Vitex agnus-cactus / πικροδάφνες και λυγαριές», ο τύπος οικοτόπου 9290 «Δάση με Cupressus (Acero-Cupression), κυπαρισσοδάση», ο τύπος οικοτόπου 9320 «Δάση με Olea και Ceratonia, αγριελιάς και χαρουπιάς», ο τύπος οικοτόπου 9340 «Δάση με Quercus ilex – Δάση Αριάς», ο τύπος οικοτόπου 9350 «Δάση με Quercus macrolepis, Δάση βαλανιδιάς», ο τύπος οικοτόπου 9540 «Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη πεύκων της Μεσογείου», κ.α.
Οι περιοχές αυτές χρήζουν ειδικής προστασίας, ώστε να διατηρήσουν τα ευαίσθητα είδη οικοτόπων που διαθέτουν, αλλά και για να προστατευθούν τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα καθώς και τα είδη που εξαρτώνται άμεσα από το νερό. Χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού, αποτελούν οι επιφανειακές πηγές που βρίσκονται στην γεωγραφική περιοχή του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων καθώς και το Μηναγιώτικο ρέμα, που πηγάζει από το τις παρυφές του όρους Λυκόδημο, ρέει προς τα νοτιοδυτικά διαπερνόντας μεγάλο μέρος του δικτύου Natura 2000 του ακρωτηρίου Ακρίτας και εκβάλλει στο Όρμο Μεθώνης, δυτικά της Φοινικούντας, έχοντας μια λεκάνη απορροής που φθάνει σε έκταση περίπου 43χλμ, ενώ το μήκος του είναι περίπου 13χλμ. Έτσι, μέσα στους υδροπερατούς ασβεστόλιθους της «ζώνης της Πίνδου» της περιοχής σχηματίζονται υδροφόροι ορίζοντες και καρστικά έγκοιλα, που τροφοδοτούν αρκετές πηγές επαφής στην γεωγραφική περιοχή του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων, οι οποίες έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός δικτύου μικρών ρεμάτων που καταλήγουν στο Μηναγιώτικο ρέμα. Πρόκειται για μια γεωγραφική περιοχή με σημαντικούς τύπους οικοτόπων, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την περιοχή, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων νότια του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων και δύο περίπου χιλιομέτρων δυτικά του οικισμού Βλασαΐικα, στα γεωγραφικά όρια του Δήμου Πύλου – Νέστορος, στο στενότερο σημείο της κοίτης του ρέματος του Μηναγιώτικου, θα κατασκευαστεί το Μηναγιώτικο φράγμα. Σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου, το φράγμα θα χαρακτηρίζεται ως γεώφραγμα καθώς θα είναι χωμάτινο, το ύψος του θα αγγίζει τα 50 μέτρα και η δυναμικότητά του 12,5 εκατομμύρια κυβικά νερό. Η επιφάνεια της λίμνης που θα δημιουργηθεί θα είναι 850 στρέμματα, ενώ με την ολοκλήρωσή του θα αρδευτούν περίπου 35.000 στρέμματα. Βάσει όλων αυτών η διεύρυνση του δικτύου Natura πέραν του ορίου του βορείου τμήματος θα δώσει την δυνατότητα προστασίας και ανάδειξης ενός σπάνιου οικοσυστήματος της κοιλάδας του ιστορικού Μηναγιώτικου ρέματος που ξεκινά από την περιοχή του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων.
Χαρακτηριστικό της σημασίας και της ιστορικότητας του Μηναγιώτικου ρέματος, αποτελεί το γεγονός της αναφοράς του από το Γάλλο φιλέλληνα Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, ο οποίος το περιγράφει κατά την περιήγηση του στην περιοχή τον Αύγουστο του 1806. Ακόμη, κοντά στην κοίτη του Μηναγιώτικου ρέματος, στην γεωγραφική περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων έγινε η πρώτη πολεμική σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοαιγυπτίων κατά το έτος 1825. Επίσης, η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή του Μοριά κάνει αναφορά στο πόρισμα των εργασιών της στο Μηναγιώτικο ρέμα, κατά την διαδρομή της Αποστολής από Μεθώνη προς Κορώνη την άνοιξη του 1829. Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά μήκος του Μηναγιώτικου ρέματος έχουν εντοπισθεί 12 υδρόμυλοι και 1 νεροτριβή, ενώ ιστορικά τεκμήρια που πιστοποιούν την διαχρονική παρουσία αυτών των προβιομηχανικών μνημείων της αγροτικής πολιτισμικής κληρονομιάς συναντάμε από την Β΄Ενετοκρατία (1690), καθώς υδρόμυλοι του εν λόγω υδάτινου ρεύματος αποτυπώνονται σε βενετικούς χάρτες. Τέλος, η παρουσία σημαντικών βενετικών οχυρών, εντός σημαντικών οικοτόπων (Δάση με Quercus macrolepis, 9350), στις παρυφές της κοιλάδας του Μηναγιώτικου ρέματος στην γεωγραφική περιοχή του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων, αποτελεί σημαντική ευκαιρία ανάδειξης ενός ιδιαίτερου πολιτισμικού τοπίου.
Βάσει όλων αυτών και σε σχέση με την προστασία και την ανάδειξη του δικτύου Natura 2000 της χερσαίας περιοχής του ακρωτηρίου Ακρίτας, προτείνεται η δημιουργία ενός «Μεσογειακού Μονοπατιού Natura 2000», κατά μήκος της κοίτης του υδάτινου ρεύματος, που θα ξεκινά από τις πηγές του, στην περιοχή του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων, και θα καταλήγει στις εκβολές του, στην περιοχή της Φοινικούντας. Έτσι, το προτεινόμενο μονοπάτι, που θα διαπερνά κάθετα το δίκτυο Natura 2000, θα αποτελέσει βασικό μοχλό προστασίας και ανάδειξης του συνόλου των οικοτόπων της κοιλάδας του Μηναγιώτικου ρέματος, ενώ μέσω ειδικής σήμανσης κατά μήκος της διαδρομής, θα δίνεται η δυνατότητα πληροφόρησης για το είδος και τα χαρακτηριστικά των οικοτόπων. Παράλληλα, στα πλαίσια της αειφόρου διαχείρισης, ανάπτυξης και αποτελεσματικής διατήρησης της βιοποικιλότητας αυτής της ιδιαίτερης περιοχής (σε σχέση και με την δημιουργία του Μηναγιώτικου φράγματος), προτείνεται η δημιουργία ενός «Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικών και Πολιτισμικών πόρων Natura 2000» στο πρόσφατα χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο νεώτερο μνημείο Δημοτικό Σχολείο Κάτω Αμπελοκήπων, μετά την αναμενόμενη αποκατάστασή του από την πολιτεία. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι, οι άνθρωποι που ζουν στις περιοχές Natura 2000 και γύρω από αυτές, τις χρησιμοποιούν για ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες. Έτσι, είναι σημαντικό να καταστούν τα προϊόντα που προέρχονται από περιοχές του Natura 2000 πιο γνωστά και πιο ελκυστικά για το κοινό, ώστε να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση για τα οφέλη που προσφέρουν αυτά τα προϊόντα στη φύση και στους ανθρώπους που εργάζονται σε περιοχές του Natura 2000.
Η εξέταση και η αξιοποίηση των προτάσεων αυτών, σε σχέση με τη διεύρυνση, την προστασία και την ανάδειξη του δικτύου Natura 2000, θα δώσει την δυνατότητα μιας ολιστικής προσέγγισης σε σχέση με την ανάπτυξη της περιοχής, με γνώμονα την ισόρροπη σχέση μεταξύ φύσης και ανθρώπου, ενώ θα αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του δικτύου Natura 2000 για τους ανθρώπους, την φύση και την τοπική οικονομία. Παράλληλα, θα βοηθήσει στον σχεδιασμό νέων εργαλείων προστασίας και διαχείρισης, αναδεικνύοντας τις ευκαιρίες που προσφέρει η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, καθώς, πρόκειται για ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα που φιλοξενεί μια ποικιλόμορφη κοινότητα φυτών και ζώων, ιδιαίτερα σημαντική για την ισορροπία και την αειφορία της βιοποικιλότητας της περιοχής.
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου