Ο πρώτος προϋπολογισμός της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τους αγρότες, την εποχή που η φορολόγησή τους θα μειώνεται, η επιχειρηματική τους δραστηριότητα θα διευκολύνεται, ο αναπτυξιακός προσανατολισμός τους θα ενισχύεται και τα γραφειοκρατικά «τείχη» θα πέφτουν το ένα μετά το άλλο, υποστήριξε η Υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Φωτεινή Αραμπατζή, μιλώντας στη Βουλή επί του προϋπολογισμού για το 2020.
«Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά μας με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ως Κυβέρνηση επιχείρησε να κερδοσκοπήσει εκλογικά στην αδυναμία των παραγωγών. Ενώ εμείς με μια καθαρή εντολή 4ετίας μπροστά μας, με γνώση, βούληση και άοκνη προσπάθεια, επενδύουμε πολιτικά στη δύναμή τους», τόνισε προσάπτοντας στο ΣΥΡΙΖΑ ότι «ακόμη και τώρα, μετά την ήττα στις εκλογές, επιχείρησε, με κομματική υστεροβουλία, να διασπείρει τον πανικό στους αγρότες για τις ασφαλιστικές εισφορές. Τελικά, ο θησαυρός ήταν άνθρακες και η μόνη αύξηση ήταν αυτή στην εδραιωμένη αναξιοπιστία σας», επισήμανε, απευθυνόμενη στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Σερραία Υφυπουργός υπογράμμισε ότι «ο προϋπολογισμός του 2020 σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα για την ελληνική κοινωνία, την επιστροφή στην κανονικότητα για τον πρωτογενή τομέα, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να πλήξει με πρωτοφανή σφοδρότητα και ιδεοληψία:
«Στους φόρους, στις ασφαλιστικές εισφορές, στο φρένο στην αξιοποίηση των πολύτιμων κοινοτικών κονδυλίων, στον γραφειοκρατικό βρόγχο, που επέβαλε, στη φιλοσοφία να μετατρέψει τους παραγωγούς από νοικοκύρηδες σε επαίτες επιδοματικής πολιτικής», ανέφερε αντιδιαστέλλοντας αυτήν την πολιτική με τις πολιτικές επιλογές της Νέας Δημοκρατίας.
«Εμείς» τόνισε η Υφυπουργός «θέλουμε τους αγρότες οικονομικά ανεξάρτητους όχι μόνο να παράγουν -αυτό δηλαδή που ξέρουν να κάνουν άριστα επί πολλά χρόνια – αλλά πλέον, μέσα και από οργανωμένες συλλογικότητες να τυποποιούν, να μεταποιούν και να εμπορεύονται οι ίδιοι την παραγωγή τους, στην ελληνική και τις διεθνείς αγορές, αυξάνοντας, με την προστιθέμενη αξία, σημαντικά το εισόδημά τους».
Η κ. Αραμπατζή έθεσε ως στρατηγικούς στόχους της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη στον αγροτικό τομέα «τη μείωση κόστους παραγωγής, την αξιοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου, την άρση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, την επίλυση χρόνιων προβλημάτων, την αύξηση του αγροτικού εισοδήματος».
Προς την κατεύθυνση αυτή, όπως εξήγησε:
-«Βγάζουμε από τη “ναφθαλίνη” τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, παράδειγμα τα Σχέδια Βελτίωσης, που ξεπάγωσαν επιτέλους μετά από οκτώ παρατάσεις ΣΥΡΙΖΑ.
Ενώ “δίνουμε αγώνα δρόμου” για το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας, το οποίο παραλάβαμε με σκανδαλώδη απορρόφηση της τάξης του 12,5% ύστερα από τέσσερα χρόνια και μονοψήφιο αριθμό στα αναπτυξιακά- επενδυτικά μέτρα του προγράμματος.
-“Ξεπαγώνουμε” τα εγγυοδοτικά προγράμματα των Ευρωπαϊκών Ταμείων, τα χρηματοδοτικά εργαλεία, που λίμναζαν επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Με 80 εκατομμύρια Ευρώ από το ΠΑΑ θα προσφέρουμε εγγυήσεις ύψους 400 εκατ. ευρώ, ακριβώς για να μπορέσουν οι παραγωγοί μας να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους, έχοντας πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
-Ανοίγουμε νέες αγορές για τα προϊόντα μας αξιοποιώντας τις διεθνείς συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμφωνία με την Κίνα, που διανοίγει ευοίωνες προοπτικές, ειδικά για τη φέτα.
-Δίνουμε ύψιστη προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της μάστιγας των ελληνοποιήσεων.
Εργαλεία μας:
– Η εντατικοποίηση των ελέγχων
– Η ενιαιοποίηση των υπαρχουσών βάσεων δεδομένων του Υπουργείου μας για την επίτευξη της ιχνηλασιμότητας, από το χωράφι και το στάβλο στο πιάτο του καταναλωτή
-Η αυστηροποίηση του κυρωτικού πλαισίου και η επιβολή προστίμων κατά τρόπο αμείλικτο σε όσους ελληνοποιούν προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ.
Αποτέλεσμα; Πριν ακόμη ανοίξει η βεντάλια των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, τα σημάδια είναι ήδη ορατά στην τιμή του αιγοπρόβειου γάλακτος, που από την ελεύθερη πτώση, στην οποία βρέθηκε δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, βλέπει ξανά την άνοδο».
Παρουσιάζοντας τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης στους τομείς των αρμοδιοτήτων της, η κ. Αραμπατζή επισήμανε μεταξύ άλλων:
«-Με τομέα αιχμής την ορεινή, εκτατική αιγοπροβατοτροφία, την πλέον φιλική στο περιβάλλον μορφή κτηνοτροφίας- ασυναγώνιστο όπλο μας στις απαιτήσεις της νέας πράσινης Συμφωνίας, θέτουμε σε εφαρμογή στρατηγικό σχέδιο για την κτηνοτροφία αξιοποιώντας καλές πρακτικές από το Ιρλανδικό μοντέλο και ιδίως το χρηματοδοτικό πρόγραμμα Milkflex, που προβλέπει τη χορήγηση χαμηλότοκων δανείων – συνδεδεμένων με την τιμή του γάλακτος στους κτηνοτρόφους με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
-Προχωρούμε επιτέλους, σε συνεργασία με τις Περιφέρειες, στην εκπλήρωση ενός στόχου Εθνικού, στη Σύνταξη των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης, που επί 4,5 χρόνια κυριολεκτικά “καρκινοβατούσαν” με στόχο τη σύννομη αύξηση των επιλέξιμων εκτάσεων της χώρας, την απρόσκοπτη ροή επιδοτήσεων ιδιαίτερα εν όψει της αυστηροποίησης του πλαισίου της νέας ΚΑΠ, τη θωράκιση των Ελλήνων κτηνοτρόφων απέναντι στον κίνδυνο της απόλυτης εξωτερικής σύγκλισης των επιδοτήσεων
ενώ δουλεύουμε για την επιτάχυνση της διαδικασίας αδειοδότησης κάθε σταβλικής εγκατάστασης.
Στις προτεραιότητές μας για τη νέα χρονιά:
– Η διάθεση των εισφορών, κτηνοτρόφων – τυροκόμων υπέρ ΕΛΓΟ αποκλειστικά για ελέγχους στο κρέας, το γάλα, τα αυγά, την προστασία της ελληνικής παραγωγής και της εθνικής μας οικονομίας
– Στον τομέα των υδατοκαλλιεργειών, τη ναυαρχίδα των εξαγωγών μας μετά το ελαιόλαδο, αξιοποιούμε επιτέλους το θαλάσσιο χωροταξικό και εξασφαλίζουμε ζωτικό χώρο για τις νέες επενδύσεις, απλοποιώντας και βελτιστοποιώντας τις διαδικασίες αδειοδότησης των περιοχών ολοκληρωμένης ανάπτυξης».
Η κ. Αραμπατζή κλείνοντας τόνισε πως «ένας καινούργιος άνεμος αισιοδοξίας πνέει στη χώρα. Οι πολιτικές μας και οι συμπεριφορές μας θα τον δυναμώσουν. Οι πολίτες αρχίζουν να πιστεύουν ξανά πως η πολιτική μπορεί να υπηρετεί τα συμφέροντά τους και να θωρακίζει τα συμφέροντα της πατρίδας. Εμείς, λοιπόν, θα παλέψουμε χωρίς αλαζονεία, για να γίνει αυτή η πίστη τους
βεβαιότητα. Το χρωστάμε σε εκείνους που έκαναν αιματηρές θυσίες στην κρίση, κυρίως, όμως, το χρωστάμε στις επόμενες γενιές στις οποίες πρέπει να παραδώσουμε μια πατρίδα σύγχρονη, μια πατρίδα δυνατή, μια πατρίδα αξιοσέβαστη, όπως αυτή που προοιωνίζει ο πρώτος μας προϋπολογισμός».