Στίς 12 Αὐγούστου ἐφέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια ἀπό τήν εὐλογημένη ἡμέρα πού φόρεσα τό τιμημένο ράσο.
Πενήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού ἐνώπιον τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Γόρτυνος Εὐσταθίου,
τοποτηρητοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, στήν ἱστορική Μονή τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Βουλκάνου ἔδωσα τήν ὑπόσχεση ὅτι θά τηρήσω τίς τρεῖς βασικές ἀρετές τοῦ Μοναχοῦ, τήν ὑπακοή, τήν παρθενία καί τήν ἀκτημοσύνη.
Πενήντα χρόνια ἔφυγαν ἀνεπιστρεπτί ἀπό τή στιγμή πού, σέ μιά ἀτμόσφαιρα ὑπερβολικά συγκινησιακή, στήν ἐρώτηση τοῦ Γέροντός μου ἀειμνήστου ἀρχιμ. π. Ἀγαθαγγέλου, «φυλάττεις σεαυτόν ἐν παρθενίᾳ καί σωφροσύνῃ καί εὐλαβείᾳ;» ἀπαντοῦσα καί ἐγώ συγκλονισμένος «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος Τίμιε πάτερ».
Τήν ἑπομένη, 13η τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἔγινε ἀπό τόν προδιαληφθέντα Ἱεράρχη ἡ χειροτονία μου σέ Διάκονο καί τό ὄνειρό μου νά γίνω κληρικός καί νά δώσω τόν ἑαυτό μου ὁλόκληρο ἀπροϋπόθετα καί χωρίς ὅρους ἔπαιρνε σάρκα καί ὀστά καί ἡ χαρά μου γι’αὐτό ἦταν ἀπερίγραπτη. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» μπορῶ καί σήμερα νά ἀναφωνήσω γι’αὐτή τή στιγμή, πού ζυγίζει αἰωνιότητα.
Τήν ἴδια ἑβδομάδα ἀναλάμβανα τό ἔργο τοῦ Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας. Εἶχε ὁ διορισμός μου ἕνα πλεονέκτημα καί ἕνα μειονέκτημα.
Τό πλεονέκτημα ἦταν ὅτι στήν ἡλικία τῶν 24 ἐτῶν εἶχα ὄρεξη, διάθεση, φλόγα, ζῆλο ἱεραποστολικό, πνεῦμα θυσίας, ὅλες αὐτές τίς προϋποθέσεις σέ ὑπερθετικό βαθμό.
Οὔτε ὁ μόχθος τῆς προετοιμασίας τοῦ κηρύγματος, γιά τό ὁποῖο ἔπρεπε νά χρησιμοποιῶ καί τή νύχτα, οὔτε ὁ κόπος τῶν καθημέραν περιοδειῶν χωρίς δικό μου μεταφορικό μέσο, οὔτε ἡ παντελής ἔλλειψη προϋποθέσεων γιά στοιχειώδη ἐξυπηρέτηση καί ἀναγκαία ἀνάπαυση κατά τίς ἐπισκέψεις μου στά μικρά χωριά καί στούς οἰκισμούς μέ ἔκαναν νά δυσφορήσω.
Ἡ χαρά μου ἦταν ἀπερίγραπτη καί ἡ συγκίνησή μου ὁλοφάνερη, ὅταν εὑρισκόμενος στήν ὡραία Πύλη ἔβλεπα ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας νά ἔχουν τό πνεῦμα τῆς μαθητείας καί νά θυσιάζουν τήν ὥρα τους, γιά νά ἀκούσουν τί θά τούς πεῖ ἕνα παιδί 24 ἐτῶν, ἔστω καί ἄν φοροῦσε τό τιμημένο ράσο.
Ὅμως εἶχε καί ἕνα μειονέκτημα ἡ ἐργασία πού ἔκαμα σ’ ὅλα τά χωριά τῆς Μεσσηνίας στά ὁποῖα περιόδευσα.
Ἔκανα τό δάσκαλο, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἤμουν μαθητής. Εἶχα τόν ἐνθουσιασμό τοῦ νέου ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά μοῦ ἔλειπε ἡ πεῖρα καί τό κήρυγμα ἦταν μιά καλή διήγηση, χωρίς νά εἶναι καί βίωμα. Εὐτυχῶς οἱ ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ ὄντας καλοκάγαθοι ξεπερνοῦσαν αὐτή τήν πλευρά καί ἔδειχναν ἀνοχή. Δοξάζω τώρα σ’αὐτή τήν ἡλικία περισσότερο τό Θεό, διότι διαπιστώνω ὅτι δέν ἔρχονταν στό Ναό ν’ ἀκούσουν τό συγκεκριμένο ἱεροκήρυκα, ἀλλά τόν ἀπεσταλμένο ἀπό τή Μητρόπολη κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Δέν τούς ἐνδιέφερε τό πρόσωπο, ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πάντοτε ὠφέλιμος, ἐξαφανίζει τήν πνευματική δίψα καί παρηγορεῖ τήν πονεμένη καρδιά κάθε ἀνθρώπου.
Μέ τήν ἰδιότητα τοῦ ἱεροκήρυκα, χάρη τῆς ὑπακοῆς καί ἀνταποκρινόμενος στή θερμή παράκληση τοῦ χειροτονητοῦ μου, πού μοῦ ἔλεγε ὅτι στή Μεσσηνία ἦταν 8 ἱεροκήρυκες, ἐνῶ στή Γορτυνία καί τή Μεγαλόπολη δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας, ἀφοῦ ὁ μέχρι τότε ἱεροκήρυκας Σωτήριος Κίτσιος εἶχε προαχθεῖ σέ Μητροπολίτη Γυθείου καί ὁ ἕτερος ἱεροκήρυκας Ἀγαθόνικος εἶχε ἀποσπασθεῖ στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή Τήνου, ἔφυγα «ἐκ τῆς γῆς μου καί ἐκ τῆς συγγενείας μου» καί ἐπί 11 συναπτά ἔτη ἔζησα στή Μητρόπολη Γόρτυνος, ἀπό τήν ὁποία ἔχω μόνο πολύ καλές ἀναμνήσεις καί στήν ὁποία ἄφησα κομμάτι τῆς ζωῆς μου.
Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψω τή ζωή μου ἐκεῖ, μόνο ἕνα ὑπογραμμίζω. Γνώρισα ἀνθρώπους μέ ἀνθρωπιά, χριστιανούς ὄχι τοῦ τύπου καί τῆς ταυτότητας, μέ αἰσθήματα φιλόξενα καί φιλάδελφα. Ἀνθρώπους μέ ἁγνότητα ζωῆς καί δίψα γιά προκοπή. Ἀνθρώπους πού ἀγαποῦσαν τήν πατρίδα τους μέ πάθος.
Μεταφερόμουν ἀπό χωριό σέ χωριό μέ φορτηγά αὐτοκίνητα καί κάποια φορά μέ ἁλωνιστική μηχανή, πού μοῦ ἔκανε τό μαῦρο ράσο κόκκινο ἀπό τή σκόνη, μέ μηχανάκι πού ὁδηγοῦσε ὁ ἱερέας σέ χωριό πού ἔμοιαζε μέ ἀετοφωλιά, μέ ζῶα ἤ πεζοπορώντας καί νόμιζα ὅτι ταξίδευα μέ μερσεντές, γιατί ἡ ἀγάπη μου γιά τό κήρυγμα καί ἡ λαχτάρα μου γιά τήν πνευματική ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων μου ἐξαφάνιζαν τίς δυσκολίες καί ἔδιωχναν πολύ μακριά τή δυσφορία.
Μέ ἔθελγε ὁ ψαλμικός λόγος «ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τήν εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τά ἀγαθά» καί μέ συγκλόνιζε ἡ ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅταν περιέγραφε τά παθήματά του γιά τό Εὐαγγέλιο «Ὁδοιπορίαις πολλάκις…. κινδύνοις ποταμῶν….κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ…. ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καί δίψῃ ἐν νηστείαις πολλάκις»( Β’ Κορ. ια’. 26, 27).
Βλέπετε, ὅπως καί ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας διακηρύσσει, ὅτι, ὅταν ἀγαπᾶς κάποιο πρόσωπο ἤ πρᾶγμα, ἀσχολεῖσαι καί χαίρεσαι μόνο μέ τά πλεονεκτήματά του καί, ἄν εἶναι μικρά, τά μεγαλοποιεῖς καί ταυτόχρονα σβήνεις ἀπό τή σκέψη σου καί λησμονεῖς τά μειονεκτήματά του καί, ἄν εἶναι πολύ μεγάλα, τά σμικρύνεις καί τά εξαφανίζεις.
Ἀλήθεια, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἱκανοποίησή μου, ὅταν πρό καιροῦ ἦλθε ἀπό τή Γορτυνία στή Σπάρτη ἕνας ἡλικιωμένος καί, ἀφοῦ πῆρε πληροφορίες γιά τή ζωή τοῦ οἰκείου Μητροπολίτη, ὅπως εἶναι συνηθισμένο νά γίνεται ἀπό ἀνθρώπους πού πραγματικά ἐνδιαφέρονται γιά τά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας, εἶπε στούς συνομιλητές του μεταξύ ἄλλων: «Ἄν σέ κάποιο πουρνάρι τῆς Γορτυνίας βρεῖς μαῦρο σκουτί(κομμάτι πανιοῦ), θά εἶναι ἀπό τό ράσο ἤ τοῦ Σωτηρίου (προηγήθη ἐμοῦ στή Γορτυνία ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Γυθείου) ἤ τοῦ Εὐσταθίου». Γιά μένα αὐτά τά λόγια ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἔπαινος γιά τόν ὁποῖο δοξάζω τό Θεό, ἀφοῦ κάθε καλό πού ἔχουμε εἶναι δῶρο δικό του.
Τά 11 χρόνια τῆς ἐκεῖ διακονίας μου πέρασαν σάν μία ἡμέρα, ἀλλά καταγράφηκαν ἀνεξίτηλα στή μνήμη μου καί χαρακτηρίζοντάς τα θεωρῶ ὅτι ἦταν τά πιο καλά μου χρόνια.
Ἀνταποκρινόμενος στίς συνεχεῖς καί θερμές παρακλήσεις τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου ἐπέστρεψα στήν πατρίδα μου τό 1977.
Ἀφοῦ παρῆλθαν καί ἄλλα τρία χρόνια στή Μητρόπολη Μεσσηνίας στή θέση τοῦ Ἱεροκήρυκα, τοῦ Πρωτοσυγκέλλου καί τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Βουλκάνου καί τοῦ καθηγητῆ στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή, ἡ πανσθενής χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος μέ κατέστησε πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο, λειτουργό τῶν Μυστηρίων καί ποιμενάρχη ἑνός λαοῦ εὐσεβοῦς, εὐγενοῦς καί φιλογενοῦς, τόν ὁποῖο ὑπεραγάπησα καί γιά τόν ὁποῖο ἐπί 34 χρόνια ἐργάζομαι νύχτα καί ἡμέρα, ἀφοῦ, ὅπως λέγω πολλές φορές, δέ χόρτασα τόν ὕπνο, καί προσπαθῶ νά γίνομαι χρήσιμος καί ὠφέλιμος.
Δέ θά περιγράψω αὐτά τά χρόνια τῆς ἀρχιερατείας μου, γιατί τά ξεύρετε, ἀφοῦ ἡ ζωή μου εἶναι ζωή σέ γυάλινο πύργο καί τό καθετί πού γίνεται, ἔστω καί ἄν δέν προβάλλεται, εἶναι γνωστό καί γίνεται αἰτία νά δοξάζεται ὁ Θεός καί νά ἐπαινεῖται ἡ Ἐκκλησία μας.
Τόν εὐχαριστῶ γιά τά πολλά χρόνια πού μοῦ χάρισε ὡς ἀρχιερέα, γιά τίς 100 καί πλέον χειροτονίες νέων ἀνθρώπων μορφωμένων καί μέ ζῆλο στολισμένων, χωρίς νά λείπουν καί οἱ ἀποτυχίες, ὅπως συμβαίνει σέ πολύτεκνες ἤ ὀλιγότεκνες οἰκογένειες. Καί ἐκεῖ ἔχουμε διαζύγια, ἀποστασίες, θανάτους, ἀποτυχίες, χωρίς νά σημαίνει καί νά προσδιορίζει αὐτό τήν εὐθύνη μόνο τῶν γονέων. Ζοῦμε σέ κοινωνία διεφθαρμένη καί εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἐπηρεασθοῦν οἱ ὑποψήφιοι κληρικοί μας ἤ καί οἱ ἱερεῖς μας.
Εὐχαριστῶ τόν Πανάγαθο Θεό γιά τά Μοναστήρια μας, πού ἀνθίζουν καί εἶναι λιμάνια «τῶν τοῦ βίου πλωτήρων».
Εὐγνωμονῶ τούς χριστιανούς μας, γιατί εὐαισθητοποιήθηκαν στό θέμα τῆς φιλανθρωπίας, ὥστε νά δημιουργηθοῦν 13 Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα καί τά 12 νά λειτουργοῦν ἄψογα, ἔστω καί ἄν ἡ οἰκονομική ὕφεση μᾶς κάνει νά ἀγκομαχοῦμε. Ἔχει ὅμως ὁ Θεός καί πιστεύουμε ὅτι ἡ Πρόνοιά του δέ θά μᾶς ἐγκαταλείψει. Ἐκεῖνος πού δίδει τό στόμα θά φροντίσει καί γιά τήν τροφή.
Εὐγνωμονῶ ὅλους τούς καλούς μας συνεργάτες, κληρικούς καί λαϊκούς πού δώσαμε τά χέρια, πού ἑνώσαμε τίς καρδιές μας καί δίδουμε ὅλοι μαζί ἕνα δυνατό «παρών» στίς δύσκολες στιγμές τῶν συνανθρώπων μας.
Χαίρομαι ὅλα αὐτά τά χρόνια τή νεολαία μας στά κατηχητικά Σχολεῖα μά προπάντων στήν Κατασκήνωση καί διαπιστώνω ὅτι ἔχουμε τά καλύτερα παιδιά ἀπό ὅλες τίς ἄλλες περιοχές τῆς χώρας μας, χωρίς βέβαια νά παραβλέπω καί ἐκεῖνα πού σκόνταψαν καί περνοῦν τά καλύτερα χρόνια τῆς ζωῆς τους χωρίς στόχο καί νόημα, μέ πίκρα καί ἀπογοήτευση γιά τά ἴδια καί τούς γονεῖς τους καί γιά τά ὁποῖα προσευχόμαστε νά κάνει ὁ Θεός τό θαῦμα Του.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Μιλῆστε στά παιδιά σας γιά τό Θεό καί, ἄν δέ σᾶς ἀκούσουν, μιλῆστε στό Θεό γιά τά παιδιά σας καί θά σᾶς ἀκούσει Ἐκεῖνος.
Ὅμως θά ἤθελα νά παρακαλέσω καί ἐκείνους πού ζοῦν χωρίς θρησκευτική μά προπάντων χωρίς μυστηριακή ζωή καί νά τούς πῶ μέ πόνο καί ἀγωνία: «Παιδιά μου, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας φεύγει ἀνεπιστρεπτί. Ἄς τόν ἀξιοποιήσουμε, γιατί χάνει αὐτούς πού τόν χάνουν. Ἡ πέραν τοῦ τάφου ζωή εἶναι γεγονός. Γιατί γι΄αὐτήν μίλησε τό παναληθέστατο στόμα τοῦ Κυρίου μας. Ἡ ἄλλη ζωή ἄς εἶναι τό σημεῖο τῆς ἀναφορᾶς μας καί ἡ ἐπιδίωξή μας. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Ἄν χάσεις τά χρήματά σου, ἴσως θά τά βρεῖς. Ἄν χάσεις τήν ὑγεία σου, μπορεῖ νά τήν ξαναβρεῖς. Μά ἄν χάσεις τήν ψυχή σου, δέ θά τήν ξαναβρεῖς ποτέ».
Ἡ μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή κοντά στό Θεό καί στή συνέχεια ἡ μυστηριακή μας ζωή εἶναι τό πᾶν, γιατί νοηματοδοτοῦν τή ζωή μας. Ὅταν ἔτσι συμπεριφερόμαστε, ξεύρουμε γιατί ζοῦμε. Καί εἶναι φοβερό νά μήν ξεύρουμε γιατί ἤρθαμε ἐδῶ.
Εἰλικρινά πονῶ ψυχικά, ὅταν βλέπω ἀδιάφορους ἀνθρώπους πού ζοῦν χωρίς Θεό καί εἶναι καί αὐτοί γεμάτοι λύπη, γιατί «ὁ Χριστός τούς λείπει».
Εἶναι πανευτυχής ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει στήν καρδιά του τό Θεάνθρωπο καί τόν ἄνθρωπο.
Καί οἱ ὁμογενεῖς μας εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἰδιαίτερη ἀγάπη τρέφω σ’αὐτούς καί βαθειά τούς ἐκτιμῶ γιά τήν προκοπή τῆς ἐργασίας τους καί γιά τίς εὐτυχισμένες οἰκογένειές τους.
Στό διάστημα τῆς ἀρχιερατείας μου τούς ἐπισκέφτηκα στήν Ἀμερική, στόν Καναδᾶ καί στήν Αὐστραλία καί τούς καμάρωσα γιά τήν καταξίωσή τους. Πάντα προσεύχομαι γι΄ αὐτούς καί πάντα θά τούς περιμένω μέ ἀγάπη καί αἰσθήματα τιμῆς, ἐνῶ ποτέ δέ θά λησμονήσω τή δυνατή καί ἀποτελεσματική συμπαράστασή τους στό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί ὄχι μόνο.
Ἀδελφοί μου καί Παιδιά μου,
Γιά τήν ἐνισχυτική καί στηρικτική ἀγάπη σας ἰδίως σέ στιγμές δοκιμασιῶν καί δυσκολιῶν μου σᾶς εὐγνωμονῶ καί παρακαλῶ τόν Πανάγαθο Θεό νά σᾶς ἀμείψει πλουσιοπάροχα. Γιά τήν κατανόησή σας σέ θέματα πού ἡ ἰδιότητά μου ἀπαιτεῖ καί οἱ ἱεροί κανόνες ἐπιβάλλουν σᾶς εὐγνωμονῶ καί σᾶς χαρακτηρίζω ὡς συνειδητούς χριστιανούς πού σέ κάθε τέτοια στιγμή ἡ προτίμησή σας γέρνει πρός τό μέρος τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς μας καί δέ συνθηκολογεῖ μέ τούς νεωτερισμούς τῆς ἐποχῆς μας πού στοχεύουν στόν ἀφανισμό τῆς ὀρθοδοξίας μας ἤ ἔστω στήν ἀποδυνάμωσή της.
Γιά τή συμπαράστασή σας στό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Μητροπόλεως δέ σᾶς εὐχαριστῶ ἁπλῶς ἀλλά καί σᾶς θαυμάζω καί σᾶς προβάλλω εὐκαίρως-ἀκαίρως πρός μίμηση, γιατί σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας βλέπετε τόν ἀπέναντί σας ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ὡς τόν ἴδιο τό Χριστό καί δείχνετε μιά ἀγάπη μεγαλειώδη, ἔμπρακτη, χωρίς ὅρους καί ὅρια καί συνειδητοποιεῖτε κάθε στιγμή τήν τραγουδισμένη ἀπό τόν ποιητή ἀλήθεια «ἑνός πατέρα εἴμαστε παιδιά».
Στούς κληρικούς μας ἀντιπροσφέρω τήν ἀγάπη μου καί τή στοργή μου, τούς παρακαλῶ νά στέκονται ὄρθιοι στίς ἐπάλξεις τους καί νά δίδουν τό δυναμικό «παρών» στή χρεοκοπημένη ἐποχή μας, τή γεμάτη ἀπαιτήσεις καί μάλιστα περίεργες καί παράλογες. Τούς εὔχομαι νά λάμπει ὁ βίος τους σάν ἀστραπή, γιά νά ἀκούγεται στή συνέχεια ὁ λόγος τους σάν βροντή, ὅπως συνέβαινε μέ τόν ἅγιο Βασίλειο.
Γιά τά τυχόν σφάλματά τους καί τίς παραλείψεις τους θεωρῶ πρωτίστως τόν ἑαυτό μου ἔνοχο, γιατί δέν τούς βοήθησα ὅσο ἔπρεπε ἤ γιατί δέν πρόσεξα στήν ἐπιλογή τους ὅσο ἐπιβαλλόταν.
Γιά τούς νέους μας, τή γενιά πού θά μᾶς διαδεχθεῖ, εὔχομαι καλή δύναμη, καλή προκοπή, ἀντίσταση μέχρις ἐσχάτων σέ κάθε κακό, κόντρα στή διαφθορά καί ὄρεξη νά κάψουν κάθε κακό πού θά συναντήσουν καί διάθεση στή θέση του νά φυτέψουν κάθε καλό πού θά ὀμορφαίνει τή ζωή τους καί θά βοηθήσει τήν κοινωνία μας ν’ἀνέβη ψηλότερα.
Ὁ Πανάγαθος Θεός, πού εἶναι ὁ ἐξουσιαστής καί τοῦ χρόνου καί τῆς ζωῆς μας, νά μᾶς βοηθήσει στήν πνευματική μας ἀναγέννηση, σέ μιά πορεία διαφορετική, μέ στόχο πάντα τόν οὐρανό καί τή βασιλεία Του, στήν ὁποία ὅλοι μας ἔχουμε κληρονομικά δικαιώματα.
Ζητῶ τήν ἀγάπη σας καί τήν προσευχή σας γιά ὅσα χρόνια ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ζήσω κοντά σας, σ΄αὐτή τή ζωή, γιά νά εἶμαι χρήσιμος. Καί ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μου γιά τήν αἰωνιότητα νά εἶμαι ἕτοιμος χωρίς βάρη, χωρίς χρέη καί μέ Ἐκεῖνον στήν καρδιά μου.
Γιά τίς ἀναπόφευκτες πικρίες πού ἔχω δοκιμάσει θεωρῶ αἴτιο μόνο τόν ἑαυτό μου, γι’αὐτό ζητῶ τή συγγνώμη ὅλων ἐκείνων πού θεωρήθηκαν αἴτιοι τοῦ παραπικρασμοῦ μου. Σ’ ὅλους προσφέρω τίς ἐγκάρδιες εὐχές καί ἀρχιερατικές μου εὐλογίες μαζί μέ τήν ἀγάπη μου, ἡ ὁποία «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει καί οὐδέποτε ἐκπίπτει».