«Χθες το βράδυ (Τρίτη 28η Απριλίου), στην περιοχή των Εξαρχείων, η σύζυγός μου Δανάη Στράτου κι εγώ δεχθήκαμε επίθεση από ομάδα αντιεξουσιαστών στο εστιατόριο όπου δειπνήσαμε. Αντίθετα με τις εικασίες που ακούστηκαν,
δεν επρόκειτο για οργανωμένο επεισόδιο, προσπάθεια σοβαρού τραυματισμού μας, προβοκάτσια ή για μέρος της συνολικότερης προσπάθειας πολιτικής «αποδόμησής» μου των τελευταίων ημερών. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής: Κατά τις δέκα το βράδυ συνάντησα την Δανάη και μία φίλη μας στην υπαίθρια αυλή του εστιατορίου Γιάντες στην Οδό Βαλτετσίου, όπου και δειπνήσαμε. Δύο ώρες περίπου αργότερα, αφού είχαμε ολοκληρώσει το δείπνο μας, εισέβαλε στην αυλή ομάδα αντιεξουσιαστών. Με απειλητικές διαθέσεις, καλυμμένα τα πρόσωπα, ύβρεις και ρήψη γυάλινων αντικειμένων προς εμάς (τα οποία δεν μας χτύπησαν) κινήθηκαν σχετικά αργά προς το μέρος μας απαιτώντας την απομάκρυνσή μου από τον «χώρο τους». Στόχος τους, έχω την εντύπωση, δεν ήταν ο τραυματισμός μας καθώς, αν ήθελαν να με τραυματίσουν, είχαν την ευκαιρία, και την συντριπτική «αριθμητική» υπεροχή, για να το πετύχουν. Εκτιμώ ότι στόχος τους ήταν να με οδηγήσουν σε άτακτη φυγή με ελαφρά, εξευτελιστικά χτυπήματα. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί επειδή η Δανάη, πριν έρθουν δίπλα μας οι αντιεξουσιαστές (και πριν προλάβω να την σταματήσω), σηκώθηκε όρθια και με αγκάλιασε με δύναμη, στρέφοντας την πλάτη της προς αυτούς έτσι ώστε να πρέπει να χτυπήσουν πρώτα εκείνη πριν χτυπήσουν εμένα. Η κίνηση εκείνη της Δανάης φαίνεται ανάγκασε την «εμπροσθοφυλακή» (δύο άτομα) να προσπαθήσουν για μερικά δευτερόλεπτα να με «πετύχουν» χωρίς να χτυπήσουν εκείνη. Πολύ γρήγορα όμως υποχώρησαν και, συνεχίζοντας τις ύβρεις και τις απειλές, βγήκαν από την αυλή και μας περίμεναν έξω από το εστιατόριο. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, και αφού οι υπόλοιποι θαμώνες του εστιατορίου αποχώρησαν χωρίς να εμποδιστούν, βγήκαμε με την Δανάη κατευθυνόμενοι προς την μοτοσυκλέτα μας που ήταν σταθευμένη ακριβώς έξω από το εστιατόριο, επί της Βαλτετσίου. Οι αναμένοντες αντιεξουσιαστές, υβριστικοί μεν αλλά από απόσταση μερικών μέτρων, μας υποδείκνυαν να εγκαταλείψουμε τον «χώρο» τους. Ανεβήκαμε στην μοτοσυκλέτα αλλά την ίδια ώρα ξεκίνησα διάλογο μαζί τους, δηλώνοντας ότι θέλω να τους ακούσω ακόμα κι αν αυτό απαιτεί να με χτυπήσουν. (Έσβησα μάλιστα και τον κινητήρα, κατέβηκα, και συνομίλησα με μια ομάδα 5-6 από τους πιο θυμωμένους εξ αυτών). Μετά από περίπου 15 λεπτά έντονης αλλά μη βίαιης συνομιλίας τα πνεύματα ηρέμησαν και αποχωρήσαμε (με την μοτοσυκλέτα μας) χωρίς καμία απειλή. Το εν λόγω περιστατικό επιβεβαιώνει κάποιες σκέψεις και συναισθήματα που είχα από την εποχή που ζούσα στην περιοχή των Εξαρχείων (2000-2006) καθώς και κατά την διάρκεια «εισβολών» ατόμων του ίδιου χώρου στα αμφιθέατρα της Οδού Σίνα όπου δίδασκα. Τώρα δεν είναι η στιγμή για να αναπτύξω εκείνες τις σκέψεις. Αρκούμαι να δηλώσω, άλλη μια φορά, την πάγια θέση πως, όσο φόβο και απέχθεια να μας προκαλεί η άσκηση αυθαίρετης βίας, η απάντηση στον θυμό αυτών των ανθρώπων και στις βίαιες εκδηλώσεις τους, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ούτε η άτακτη υποχώρηση ούτε η βίαιη καταστολή.»