Κατά την πρόσφατη κοινή συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα, με τον πρόεδρο της Ρωσίας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έκανε δώρο στον Έλληνα πρωθυπουργό την εικόνα του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Σπυρίδωνος. Όπως αναφέρει το Πρώτο Θέμα,
το δώρο αυτό ξεχειλίζει από ειρωνεία προς την Άνγκελα Μέρκελ, ειδικά αφού σχετίζεται με το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη συγκεκριμένη εικόνα είχε κλέψει ο «χασάπης της Κρήτης» από ένα μοναστήρι στη Σπάρτη. Στη συνέχεια ο συγκεκριμένος άνθρωπος συνελήφθη από το ρωσικό στρατό και εκτελέστηκε στην Κρήτη για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε στο νησί και πιο συγκεκριμένα για τη σφαγή στη Βιάννο. Όμως ποιος είναι ο «χασάπης» και τι έγινε στη Βιάννο;
«Ο χασάπης της Κρήτης»
Πρόκειται για τον Φρίντριχ Βίλχελμ Μίλερ, ο οποίος γεννήθηκε το 1897 στο Μπάρμεν, που τότε ανήκε στην αυτοκρατορία της Πρωσσίας. Αν και στο ίδιο μέρος, είχε γεννηθεί ο Ένγκελς 77 χρόνια πρωτύτερα, ο Μίλερ έμελλε να γράψει ιστορία με πολύ αντίθετο τρόπο.
Ξεκινώντας το 1915 από το 2ο τάγμα πεζικού του Γερμανικού Στρατού, ο Μίλερ έζησε την πτώση της Πρωσσικής αυτοκρατορίας, τη μετάβαση στη δημοκρατία της Βαϊμάρης μέχρι να φτάσει να δει την παντοδυναμία του Χίτλερ, τον οποίο υπηρέτησε σαν πιστό σκυλί, μέχρι την τελευταία του ανάσα. Το 1936 γίνεται ταγματάρχης και μέχρι το 1940 είχε προαχθεί σε αντισυνταγματάρχη. Το 1941 του απονεμήθηκε το παράσημο του Σιδηρούν Σταυρού εις ένδειξη ανδρείας και πολεμικής αρετής, ενώ μετά από επιχειρήσεις στη Ρωσία το 1942 τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο του Σιδηρούν Σταυρού με Φύλλα Δρυός.
Μετά από όλα αυτά, ο Μίλερ, ως στρατηγός πια, ανέλαβε το 22ο Τάγμα Πεζικού, το οποίο παλαιότερα είχε λάβει μέρος στην εισβολή στην Πολωνίας και σε αυτή στην Ολλανδία.
Αρχικά, στις εντολές που είχαν δοθεί, το συγκεκριμένο τάγμα θα ήταν αυτό που θα έκανε την μοναδική στα πολεμικά χρονικά απόβαση στην Κρήτη, στις 20 Μαΐου 1941, όμως αντικαταστάθηκε τελευταία στιγμή. Σε αυτή τη μάχη ως γνωστόν η αντίσταση των Κρητικών ήταν μνημειώδης, κάτι που επέφερε τα μετέπειτα σκληρά αντίποινα που υπέστη ο κρητικός πληθυσμός από τα στρατεύματα του Γ’ Ράιχ, ένα εκ των οποίων ήταν το μακελειό στη Βιάννο.
Το ολοκαύτωμα της Βιάννου
Μετά τη Μάχη της Κρήτης το 1941, κατά την οποία το νησί έπεσε στα χέρια του Άξονα, η Βιάννος και η ευρύτερη περιοχή του Νομού Λασιθίου ήταν μέρος της ιταλικής ζώνης κατοχής. Μέχρι το τέλος του 1942, οι Ιταλοί δεν είχαν σχεδόν καμία παρουσία στην περιοχή, διευκολύνοντας έτσι την ίδρυση και ενεργοποίηση διαφόρων ομάδων αντίστασης. Στις αρχές του 1943, η αυξανόμενη δραστηριότητα των ανταρτών σε συνδυασμό με τις φήμες ότι οι Σύμμαχοι είχαν σχέδια να εισβάλλουν στη Κρήτη, οδήγησαν τους Ιταλούς στη κατασκευή παράκτιας οχύρωσης και εγκατάσταση φρουρίων στην περιοχή. Τον Μάιο του 1943, οι Γερμανοί κατασκεύασαν επίσης ένα φυλάκιο με τρεις άνδρες στο χωριό Κάτω Σύμη για την παραλαβή προμηθειών για τα στρατεύματα κατοχής αλλά και επιτήρηση. Στις 10 Σεπτεμβρίου, αντάρτες με αρχηγό τον Μανόλη Μπαντουβά, σκότωσαν δύο στρατιώτες που παρευρίσκονταν στο γερμανικό φυλάκιο.
Σύντομα τα νέα για το συμβάν έφτασαν στους ανώτερους αξιωματικούς, που διέταξαν μια μονάδα πεζικού να μεταβεί στο χωριό και να διερευνήσει το περιστατικό. Εν τω μεταξύ, ο Μπαντουβάς είχε αντιληφθεί ότι το χωριό ήταν σε κίνδυνο και έστησε μια ενέδρα με 40 από τους άντρες του σε μια κοιλάδα κοντά στην είσοδο της Κάτω Σύμης περιμένοντας τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί εμφανίστηκαν το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου και δέχθηκαν επίθεση από τους αντάρτες. Μια άγρια μάχη κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα αυτής της μέρας και στο τέλος, οι Γερμανοί υποχώρησαν αφού είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες με πολλούς νεκρούς, ενώ οι αντάρτες απομακρύνθηκαν στα βουνά
Την επομένη μια μεγάλη γερμανική δύναμη με περισσότερους από 2000 άνδρες άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Βιάννο. Εξοργισμένος από την απώλεια των ανδρών του, ο Μίλερ, όντας διοικητής στο Ηράκλειο διέταξε τα γερμανικά στρατεύματα να καταστρέψουν τη Βιάννο και να εκτελέσουν όλους τους άνδρες μεγαλύτερους από δεκαέξι ετών, καθώς και οποιονδήποτε συλληφθεί στην ύπαιθρο ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας. Η καταστροφή της Βιάννου ξεκίνησε στις 13 Σεπτεμβρίου, με τις γερμανικές δυνάμεις να εισβάλλουν ταυτόχρονα από διάφορες κατευθύνσεις. Στην αρχή, διαβεβαίωσαν τους κατοίκους ότι οι προθέσεις τους ήταν ειρηνικές, πείθοντας πολλούς από τους άνδρες που είχαν καταφύγει στα βουνά να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Την επόμενη ημέρα ξεκίνησαν αδιάκριτα μαζικές εκτελέσεις, βασανιστήρια, συλλήψεις, λεηλασίες, εμπρησμούς, βανδαλισμούς και ανατινάξεις. Ακόμα και τα παιδιά, οι ανάπηροι και οι ηλικιωμένοι δεν γλύτωσαν από τη μανία της καταστροφής η οποία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ημερών. Μετά την καταστροφή επίσης, απαγορεύτηκε στους επιζήσαντες να θάψουν τους νεκρούς τους ή να επιστρέψουν στα χωριά τους, τα περισσότερα από τα οποία είχαν καεί ολοσχερώς
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει ανεπιβεβαίωτος. Οι περισσότερες πηγές, ωστόσο, συμφωνούν ότι ο αριθμός τους υπερβαίνει τους 500 και αποτελείται από κατοίκους των χωριών Κάτω Σύμη, Αμιρά, Πεύκος, Άγιος Βασίλειος, Άνω Βιάννος, Κρεββατάς, Καλάμι, Ρίζα, Μουρνιές, Μύθοι, Μάλλες και άλλα.
Το βούλευμα του Ειδικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου περιγράφει το μακελειό που έγινε τότε στην Βιάννο με τα επόμενα λόγια:
«Τμήματα του γερμανικού στρατού της μεραρχίας Ηρακλείου Κρήτης εκύκλωσαν ολόκληρον την επαρχίαν και δι’ απατηλών υποσχέσεων προς τους κατοίκους, ότι δήθεν δεν είχαν να πάθωσι τι, κατώρθωσαν να πείσουν τούτους να επανέλθουν εις τα χωρία των. Τούτου γενομένου ήρχισαν να συλλαμβάνωσι τους πάντες αδιακρίτως και να τους εκτελούν ομαδικώς εις τους δρόμους, εντός των οικιών ή όπου αλλού τους συνήντων. Εν μια ημέρα εξετέλεσαν 700 εκ των κατοίκων. Καθ’ οδόν απόσπασμα γερμανικόν συναντά τους Αθ. Παπαδημητρόπουλον, δικηγόρον, την σύζυγόν του, τον αδελφόν του Χαράλαμπον, επίσης δικηγόρον, την κόρην του Μαρίαν, ηλικίας 16 ετών, την εξαδέλφην του Κατίναν Μηλιαράκη, ηλικίας 25 ετών και άλλους εν συνόλω 17 μεταβαίνοντας εις Άγιον Βασίλειον Βιάννου και άνευ οιασδήποτε διαδικασίας τους παρέταξεν εις γραμμήν και τους εξετέλεσε, πλην του εκ τούτου Αθ. Παπαδημητροπούλου, όστις δεχθείς διαμπερές τραύμα εις το στήθος και εκληφθείς ως φονευθείς και μετά τας χαριστικάς βολάς εσώθη υπό μυθιστορηματικάς όντως συνθήκας, δια να αποσταλή, συλληφθείς εκ νέου μετά την επί μακρούς μήνας κρύφα νοσηλείαν του ως όμηρος εις Γερμανίαν. Μετά την σφαγήν των κατοίκων οι Γερμανοί επεδόθησαν εις την καταστροφήν των χωρίων, λεηλατήσαντες και πυρπολήσαντες τα χωρία Συκολόγον, Καλάμη, Πεύκον, Σύμη, Κεφαλοβρύση, Κρεββατά Βιάννου, επυρπόλησαν και ανετίναξαν και τα σχολεία, εκκλησίας, εξετέλεσαν γέροντας, παιδιά 4 και 5 ετών, γυναίκας εγκύους, ασθενείς εις τας κλίνας των. Ελάχιστοι οίτινες διεσώθησαν ωδηγήθησαν γυμνοί και ανυπόδητοι δια τον εκτοπισμόν των. Η αποσύνθεσις των πτωμάτων και τα ρυάκια άτινα εσχημάτισε το αίμα προσέδιδαν αγρίαν και φρικώδη εικόνα».
Η κατάληξη του Μίλερ
Με την έλευση του 1945 και τον πόλεμο να τείνει προς το τέλος του, ο στρατηγός Μίλερ διοικούσε την ήδη αποδεκατισμένη μονάδα του 4ου στρατού στο ανατολικό μέτωπο. Τέλειωσε τον πόλεμο στην Ανατολική Πρωσσία, όπου συνελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό και αργότερα εκδόθηκε στην Ελλάδα. Μαζί με τον Μπρούνο Μπρόιερ , Γερμανό διοικητή της Κρήτης, κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου από ελληνικό στρατιωτικό δικαστήριο. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 9 Δεκεμβρίου 1946 και εκτελέστηκαν από εκτελεστικό απόσπασμα στις 20 Μαΐου 1947.
Ακολουθεί η καταγεγραμμένη απολογία του Μίλερ στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα σχετικά με τα εγκλήματα στην Κρήτη:
«Αι συγκρούσεις με τους αντάρτας εις την περιοχήν Βιάννου ήρχισαν σιγά-σιγά με φόνους Γερμανών σκοπών, συμπλοκάς με περιπόλους και εξελίχθησαν εις τακτικήν μάχην διαρκείας, με αποτέλεσμα τον φόνον 300 ανταρτών, την αιχμαλωσίαν 400 τοιούτων και εκ της πλευράς των γερμανικών στρατευμάτων δεκάδας νεκρών και 30 τραυματίας. Δεν μου ανεφέρθη ότι έγιναν κατά την μάχην φόνοι παιδιών, γυναικών ή γερόντων. Μετά τα γεγονότα της Βιάννου επεκράτησεν εις την νήσον τάξις».