Οι συζητήσεις για την τελευταία αναµόρφωση του θεσµικού πλαισίου εφαρµογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ξεκίνησαν µε κεντρικό ζητούµενο να «ξεβολέψουν» τους αγρότες του καναπέ και αν κρίνουµε από τον τρόπο µε τον οποίο υλοποιούνται οι αρχές της νέας ΚΑΠ
στη χώρα µας, θα µπορούσαµε να πούµε ότι πρόκειται για πανηγυρική δικαίωση της συγκεκριµένης κατηγορίας δικαιούχων κοινοτικών ενισχύσεων.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι οι «δικλείδες ασφαλείας» που εφευρέθηκαν αρχικά από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και τους περιπατητές του Στρασβούργου και εν συνεχεία από τους εδώ κρατούντες και τους περιστασιακούς εκτελεστικούς της πλατείας Βάθη, εξασφαλίζουν «γη και ύδωρ» σε ξένους, επί της ουσίας µε το αγροτικό επάγγελµα, εισοδηµατίες παντός είδους, συµπτωµατικά κατόχους αγροτικής γης.
Η εφεύρεση των ορίων του 60% σύγκλιση (προς το µέσο όρο) και 30% απώλεια (από υφιστάµενα δικαιώµατα) δεν είναι παρά η επιβεβαίωση των προσπαθειών διαιώνισης ενός καθεστώτος που θέλει τους «κατέχοντες», υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, αγροτική γη και δυνάµενους να κατοχυρώσουν, έστω και από σύµπτωση, κάποια στιγµή ιστορικά δικαιώµατα επ’ αυτής, να έχουν την απόλυτη ευχαίρια διατήρησης, τουλάχιστον για µια ακόµη 7ετία, εικάζεται ότι θα υπάρξει και δεύτερη, αυτών των προνοµίων.
Αρκεί να αναφερθεί ότι στην πορεία των διαβουλεύσεων για τη νέα ΚΑΠ εγκαταλείφθηκε οριστικά η ιδέα µιας «δυναµικής» του συστήµατος, σε ό,τι αφορά την αναγνώριση – ενεργοποίηση δικαιωµάτων. Με άλλα λόγια… ό,τι πάρει η νύφη από ∆ευτέρα!
Τα ιστορικά στοιχεία προηγουµένων ετών (για παράδειγµα 2011 και 2014) σε συνδυασµό µε τις δηλώσεις ΟΣ∆Ε 2015 καθιστούν τους υπερήλικες κατόχους δικαιωµάτων ισχυρούς και τους νεότερους εν δυνάµει διεκδικητές των ενισχύσεων ανήµπορους να σταθούν στον ανταγωνισµό! Μαζί χάνεται κάθε έννοια µακρόχρονου προγραµµατισµού για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Γιάννης Πανάγος