“Κατάργηση του πειθαρχικού δικαίου εκπαιδευτικών”

Πρόσφατα θεσμοθετήθηκε, με το Ν. 4093/2012, η περαιτέρω αυστηροποίηση και διεύρυνση του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων υπαλλήλων, λίγους μήνες μετά από την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου (ψήφιση του Ν. 4057/2012).

Οι ρυθμίσεις αυτές είναι καταφανώς αντισυνταγματικές, δεδομένου ότι προσκρούουν ευθέως στη διάταξη του άρθρου 103 του Συντάγματος, αφού δίνεται η δυνατότητα, π.χ., στο διοικητικό όργανο να θέσει υπάλληλο σε αργία ακόμα και χωρίς τη γνωμοδότηση του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου, απλώς και μόνο με την άσκηση πειθαρχικής δίωξης για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, ακόμα και ήσσονος σημασίας, βάλλοντας ευθέως κατά της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων. Παράλληλα, οι εν λόγω διατάξεις έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το -συνταγματικά κατοχυρωμένο και προβλεπόμενο από διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει η χώρα μας- τεκμήριο της αθωότητας.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πειθαρχικού παραπτώματος της «αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας», η οποία δεν εξειδικεύεται καθόλου από το κείμενο του νόμου( Ν. 4057/2012), ενώ οι συνέπειες που μπορεί να επισύρει είναι ολέθριες για τον υπάλληλο: συγκαταλέγεται μεταξύ των παραπτωμάτων που, εφόσον ο υπάλληλος παραπεμφθεί στο συμβούλιο, επισύρουν αυτοδίκαιη αργία, ενώ ανήκει στο ένα από τα δύο παραπτώματα που μπορούν να επισύρουν πρόσθετη διοικητική κύρωση και μάλιστα της υψηλότερης κλίμακας (10.000 έως 100.000 €), εφόσον έχει οικονομικής φύσης προεκτάσεις. Η αοριστία στην περιγραφή της συμπεριφοράς που αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, με τη χρήση γενικών ρητρών, είναι ο κατεξοχήν παράγοντας που ευνοεί φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας από την πλευρά των πειθαρχικών οργάνων.

Στη δημόσια εκπαίδευση, από το 2013, που τέθηκαν σε πλήρη ισχύ οι νέες διατάξεις περί αυτοδίκαιης αργίας, έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά εκπαιδευτικών λειτουργών οι οποίοι τέθηκαν σε αργία μετά από την παραπομπή τους στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο με το αιτιολογικό της «ανάρμοστης συμπεριφοράς εκτός υπηρεσίας» ή και άλλα «αδικήματα». Ανάμεσα στις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν εκπαιδευτικοί που κατηγορήθηκαν για «αντίσταση κατά της αρχής» σε ειρηνικές διαδηλώσεις, εκπαιδευτικοί με συνδικαλιστική δράση, εκπαιδευτικοί που άσκησαν το καθήκον τους με ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία (περίπτωση Γιαννιτσών), εκπαιδευτικοί που αδίκως κατηγορήθηκαν για αδικήματα, ακόμα και για προσωπικές, κοινωνικές ή οικονομικές διαφορές που δεν είχαν σχέσεις με τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Σε πολλές περιπτώσεις αργότερα αθωώθηκαν από τα δικαστήρια, αλλά το «στίγμα» που δημιουργείται εναντίον τους από την σχολική κοινότητα παραμένει.   
            
Με το όλο αυτό νομοθετικό πλαίσιο διευρύνεται σημαντικά το πεδίο των παραπτωμάτων που μπορούν να αποκλείσουν από την εκπαίδευση δημόσιους λειτουργούς οι οποίοι στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες καταστάσεις για την εκπαιδευτική διαδικασία και  που πολλές φορές οφείλονται σε εξωγενή αίτια (π.χ. ενδοσχολική και εξωσχολική βία κ.λπ.).
            
Επιπλέον, μπορούν να στοχοποιηθούν εκπαιδευτικοί  για γεγονότα και συμβάντα τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την υπηρεσία τους (π.χ. αδικήματα  εκτός υπηρεσίας κ.λπ.) για εξαιρετικά χαμηλής έντασης αδικήματα.
    
Στο άρθρο 107 (Ν. 4057/2012) επιλέγεται η μέθοδος της αποκλειστικής απαρίθμησης των πειθαρχικών παραπτωμάτων, ενώ η απαρίθμηση της καταργηθείσας διάταξης είναι ενδεικτική. Μεταξύ άλλων αναφέρονται:
            
οι πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία (περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 107)·
*η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους (περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 107)·

*η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών (περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 107)·

*η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας (περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 107)·

*η σοβαρή απείθεια (περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 107)·

*η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων (περ. ι΄ του άρθρου 107)·

*η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων (περ. ιδ΄ του άρθρου 107)·

*η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία (περ. κγ΄ του άρθρου 107)·

*η παράλειψη δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 110 του ν. 3528/2007 όπως ισχύει (περ. κδ΄ του άρθρου 107)·

*η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του (περ. κζ΄ του άρθρου 107)·

*τα ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα που ορίζονται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 117 του ν. 3528/2007 όπως ισχύει, δηλαδή:

*η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες,

*η αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους,

*η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους,

*η άρνηση συνεργασίας με τα ΚΕΠ,

*η παράλειψη ανάρτησης ή η πλημμελής ανάρτηση πράξεων που προβλέπονται από την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3861/2010,

*η μη εφαρμογή των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας διατάξεων.

Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι πλέον:

– η έγγραφη επίπληξη,
– το πρόστιμο έως τις αποδοχές 12 μηνών,
– η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από 1 έως 5 έτη,
– η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από 1 έως 5 έτη,
– η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊστάμενου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της,
– ο υποβιβασμός έως 2 βαθμούς,
– η προσωρινή παύση από 3 έως 12 μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών,
– η οριστική παύση.
            
Πολύ σημαντική απόκλιση, που καταδεικνύει την υπέρμετρη αυστηρότητα του νέου πειθαρχικού δικαίου, είναι η κατάργηση της αποκλειστικής απαρίθμησης των παραπτωμάτων για τα οποία επιβαλλόταν η ποινή της οριστικής απόλυσης,  ενώ στο άρθρο 109 παρ. 3 προστίθεται η δυνατότητα επιβολής και πρόσθετων διοικητικών κυρώσεων από 3.000 έως 30.000, καθώς και από 10.000 έως 100.000 ευρώ, όταν επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα των περιπτώσεων δ΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 107  του Υ.Κ. που σχετίζονται με οικονομικό αντικείμενο. Αυτή η προσθήκη στο άρθρο 109 καταδεικνύει με σαφήνεια την σκοπιμότητα της τροποποίησης του πειθαρχικού δικαίου προς το σκοπό της είσπραξης εσόδων.
            
Δείγμα της αυστηρότητας του νέου πειθαρχικού δικαίου είναι  και η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων από τα 2 στα 5 έτη για τα περισσότερα παραπτώματα, και σε 7 έτη για αδικήματα όπως παράβαση καθήκοντος, απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος, σοβαρή απείθεια ή αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων κ.ά.
            
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το νομοθετικό πλαίσιο στοχεύει στην  τρομοκράτηση της εκπαιδευτικής κοινότητας και συγκεκριμένα των εκπαιδευτικών προκειμένου να “συμμορφώνονται” στις υποδείξεις  της πολιτικής  ηγεσίας, ενώ αναμένεται να προκαλέσει πολιτικές και συνδικαλιστικές διώξεις. Η αυστηροποίηση  δε του θεσμικού πλαισίου  για την υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών εισάγει  από το …. παράθυρο επιπλέον κυρώσεις για τους εκπαιδευτικούς, που καλούνται να υποστούν νέα κατασυκοφάντηση, συνδέοντας μάλιστα την υπηρεσιακή εξέλιξη ενός δημόσιου λειτουργού με αυθαίρετες ερμηνείες και αφήνοντάς τους έκθετους σε καταχρήσεις από την πλευρά των πειθαρχικών οργάνων!

Είναι εμφανές ότι με την αυστηροποίηση του πειθαρχικού δικαίου στοχεύεται η κατασκευή ενόχων, η τρομοκράτηση των εκπαιδευτικών και γενικότερα των εργαζομένων στο Δημόσιο  και η επίτευξη του στόχου για ΕΠΙΠΛΕΟΝ απολύσεις στο Δημόσιο, στο πλαίσιο της σχετικής συμφωνίας της κυβέρνησης με την Τρόικα, και όχι η απονομή δικαιοσύνης.

Ως εκ τούτου ζητούμε να καταργηθεί όλο το πειθαρχικό νομοθετικό πλέγμα που υπονομεύει τη δημοκρατική λειτουργία της εκπαίδευσης.

Σε κάθε περίπτωση ζητούμε να καταργηθούν άμεσα:
-η διάταξη που θέτει τον εκπαιδευτικό σε αργία με την απλή παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο και μάλιστα για το σύνολο των αδικημάτων και
-η διάταξη που ορίζει ως αδίκημα την «αναξιοπρεπή ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας».