Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε τούτον δω τον ευλογημένο τόπο, ο Έλληνας, έδεσε τη ζωή του με το ψωμί. Για τούτο είπε:
« Όλα ‘ναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι».
Που πάει να πει πως όσο πολύτιμο και αναντικατάστατο είναι το στημόνι για τον αργαλειό, τόσο πολύτιμο και αναντικατάστατο είναι και το ψωμί για τον Έλληνα. Και το πιο πλούσιο τραπέζι να του στρώσεις, άμα ο Έλληνας δεν έχει ψωμί να φάει δε χορταίνει.
Είπε ακόμα:
«Άνθρωπος που δεν πεινάει, τι θα πει ψωμί δεν ξέρει»
«Το ψωμί τα δάκρυα δένει, το ψωμί τα σταματάει».
Άλλωστε ήξερε ο Έλληνας πως κι ο Χριστός μας, πάνω απ’ όλα εκείνα που ζουν τον άνθρωπο, είχε το ψωμί, γι’ αυτό και το έβαλε σαν πρώτο αίτημα μέσα στην Κυριακή Προσευχή που παρέδωσε στους Μαθητές Του και, μέσω αυτών, στον κόσμο όλο:
«… τον άρτον ημών τον επιούσιον, δος ημίν σήμερον».
ΤΙΠΟΤΕ άλλο. Ψωμί! ΜΟΝΟ ψωμί!
Με μια τέτοια σπουδαία και πρωταρχική σημασία που έδωσε ο Λαός μας στο ψωμί δεν ήτανε δυνατόν να το αφήσει έξω από τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων. Κι όχι μόνο δεν το άφησε απ’ έξω αλλά το έβαλε στο κέντρο του γιορτασμού, με τη μορφή του Χριστόψωμου. Αυτό ήτανε το ευλογημένο ψωμί του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, αφού θα στήριζε τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το έθιμο του Χριστόψωμου αποτελούσε μια συνήθεια βαθιά ριζωμένη στην ψυχή των Ελλήνων, που το θεωρούσαν έργο θείο κι έθιμο καθαρά Χριστιανικό.
Αρκετές μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές και οι κοπέλες του σπιτιού άρχιζαν να καθαρίζουν και να συγυρίζουν το σπίτι και την αυλή τους και τέλειωναν όσες δουλειές είχαν αρχίσει, ώστε να μην αφήσουν καμιά εκκρεμότητα στις γιορτινές τις μέρες και να είναι όλα έτοιμα στη μεγάλη γιορτή της χαράς, που το Παιδί του Θεού και του Ανθρώπου θα γεννιόταν μέσα στην ταπεινή σπηλιά της Βηθλεέμ. Αφού, λοιπόν, όλα γίνονταν καθώς έπρεπε, την παραμονή των Χριστουγέννων, πρωί-πρωί, ανασκουμπώνονταν οι νοικοκυρές, σήκωναν τα μανίκια, βάζαν τις μπροστοποδιές τους, μπουμπούλωναν τα μαλλιά τους μ’ ένα κεφαλομάντιλο (μη και και πέσει καμιά τρίχα στο ζυμάρι) κι άρχιζαν την παρασκευή του Χριστόψωμου ή της «Χριστοκουλούρας» όπως τη λέγανε σε κάποια μέρη. Κι όλα αυτά, ενώ οι άντρες ετοιμάζονταν να σφάξουν το χοιρινό που είχανε θρέψει όλο το χρόνο στο «κουμάσι» «γιατί Χριστούγεννα χωρίς χοιρινό κρέας στο σπίτι δεν μπορούσαν να νοηθούν».
Το ζύμωμα του Χριστόψωμου ήταν μια πραγματική ιεροτελεστία, αφού οι αθώες ψυχές του καιρού εκείνου νιώθανε ότι φτιάχνανε ένα ιερό ψωμί, δώρο στο νιογέννητο Χριστό. Κάθε νοικοκυρά, με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή και ανάλογα με το «έχει» της και τις τοπικές συνήθειες, χρησιμοποιούσε τα καλύτερα υλικά που μπορούσε, το ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, το ροδόνερο,το μέλι, το σουσάμι, τον γλυκάνισο, το αυγό, το βούτυρο, την κανέλα και τα γαρίφαλα, λέγοντας της ευχή:
«Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει.» Αφού καλόπλαθαν το ζυμάρι στην ξύλινη σκάφη, έπαιρναν τη μισή ζύμη και έφτιαχναν μια κουλούρα. Μετά, με ένα μέρος της ζύμης που είχε μείνει, έπλαθαν λουρίδες και έφτιαχναν πάνω στο καρβέλι έναν Σταυρό. Γι’ αυτό σε μερικά μέρη το Χριστόψωμο το λέγανε και «Σταυροψώμι». Στο κέντρο ακριβώς του Σταυρού βάζανε ένα άσπαστο καρύδι και στις τέσσερις άκρες του τοποθετούσανε μισό σύκο ή
λίγες σταφίδες. Ύστερα, ερχότανε η ώρα για τα πλουμίδια και τα κεντήματα με το ζυμάρι που είχε απομείνει:
Αν η οικογένεια ήτανε αγροτική και ασχολιότανε μόνο με τα χωράφια, τότε τα κεντίδια (πάντα γύρω από τον Σταυρό) παρίσταναν το αλέτρι με τα βόδια (σύμβολο των χωραφιών), στάχυα, μια θημωνιά, ένα αλώνι (για να καρπίσουν τα σπαρτά), ένα βαγένι (σύμβολο του αμπελιού) για να γίνουν πολλά σταφύλια, κι άλλα στολίδια αγροτικά, ανάλογα με τη φαντασία της κάθε νοικοκυράς (λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια κ.α.).
Στις ποιμενικές οικογένειες τα στολίδια ήτανε ο τσοπάνος με την γκλίτσα και τον σκύλο του, βόδια, προβατίνες και κατσίκια, η στάνη τους δηλαδή, που ήτανε η χαρά και το στήριγμα της φαμελιάς τους, προκειμένου ο νεογέννητος Χριστός να δώσει στα ζώα τους γεροσύνη αλλά και γονιμότητα στη νέα χρονιά. Οι τσοπάνηδες του παλαιού καιρού νιώθανε (και ήτανε) πολύ περήφανοι, γιατί ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα σε τσοπάνηδες και πρόβατα κι αυτοί ήτανε οι πρώτοι που τον προσκυνήσανε, πρώτοι ακόμα κι από τους Μάγους της Ανατολής.
Όπως γράφουν ο Νίκος κι η Μαρία Ψιλάκη στον «Άρτο των Ελλήνων»: «Η θέση του άρτου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι κυρίαρχη! Το ψωμί των Χριστουγέννων απηχεί την ιδιαιτερότητα της μεγάλης εορτής και αντανακλά την αγωνία των ανθρώπων για το μέλλον, προσπαθώντας με τη γλώσσα των συμβόλων να επηρεάσει τα πράγματα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για καλή σοδειά, υγεία και ευημερία.»
Εκτός από τα στολίδια με το ζυμάρι, οι άξιες νοικοκυρές χάραζαν με το πιρούνι και το μαχαίρι κι άλλα λαϊκά σχέδια πάνω στο Χριστόψωμο (αυτά που ήδη ήξεραν από τα εργόχειρα και τα κεντήματα) και βάζαν σε διάφορα σημεία και μύγδαλα και καρύδια που ήτανε σύμβολα πλούσιας παραγωγής. Μερικές νοικοκυρές που είχανε μεράκι σχημάτιζαν στο «γύρω-γύρω» του ψωμιού μια γιρλάντα από το ίδιο ζυμάρι κι άλλες βρίσκανε χώρο να φτιάξουνε με ζυμάρι και τον Δικέφαλο Αετό, σημάδι πως μέσα στην καρδιά του Λαού μας, ποτέ δεν είχε «χαθεί» η Βασιλεύουσα και πως το όνειρο «πάλι με χρόνια με καιρούς-πάλι δικά μας θα ’ναι» ήταν ακόμα ζωντανό μετά από τόσους αιώνες. Με τούτα και με κείνα γινότανε το Χριστόψωμο ένα έργο λαϊκής τέχνης, βγαλμένο απ’ την ψυχή και την ευσέβεια των ανθρώπων εκείνης εποχής, ένα ψωμί «ζωντανό» που το αφιέρωνε με ευλάβεια η ελληνική οικογένεια στη Γέννηση του Χριστού, που θα έστεργε να μεταβάλει τα «πλουμίδια» σε ευλογημένη πραγμάτωση. Σε μερικά μέρη, μέσα στο ζυμάρι έβαζαν κι ένα νόμισμα ή κάποιο άλλο σημάδι, για να φανεί, κατά το μοίρασμα του Χριστόψωμου, ο τυχερός τού σπιτιού.
Στο τέλος, το αλείφανε με αυγό, το πασπαλίζανε με σουσάμι, το σκεπάζανε με μια υφαντή πετσέτα , το αφήνανε σε μέρος κατάλληλο για να φουσκώσει και μετά το ψήνανε στον παλιό ξυλόφουρνο μέσα σ’ έναν ταβά (μικρό ταψί).
Στη δυτική Μακεδονία εκτός από το Χριστόψωμο έκαναν και τις «κολιαντίνες», μικρά χριστόψωμα, για τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα, καθώς και ειδικές κουλούρες για τα βόδια και τα άλλα ζώα του σπιτιού τους. Αλλού, πάλι, παρασκεύαζαν τα «Χριστοκούλουρα» (έμοιαζαν με τα Χριστόψωμα, ήταν όμως μικρότερα), τα οποία κρεμούσαν δίπλα στα εικονίσματα, για όλο το έτος, δυναμώνοντας τους πόθους και τις ελπίδες της οικογένειας για ένα καλύτερο «αύριο».
Ενώ ψηνότανε το Χριστόψωμο, οι γυναίκες του σπιτιού ετοίμαζαν κι έστρωναν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή τον χριστουγεννιάτικο σοφρά. Το τραπέζι αυτό το λέγανε «τραπέζι της Παναγιάς» ή «Του Χριστού τα γεννητούρια», ενώ στη Θράκη και τη Μακεδονία το λέγανε «τα εννέα φαγιά», επειδή σ’ αυτό έπρεπε να υπάρχουν
εννιά ειδών φαγητά. Σε κάποιες περιοχές το τραπέζι που έστρωναν την παραμονή των Χριστουγέννων δεν το σήκωναν αφού απότρωγαν ανήμερα, μόνο το σκέπαζαν και το άφηναν, «για να φάει κι ο Αφέντης ο Χριστός».
Όταν το Χριστόψωμο ήτανε έτοιμο, το έβγαζε, όλο καμάρι, η νοικοκυρά απ’ το φούρνο και το ’βαζε (φανταχτερό, καλοψημένο και μοσχομυριστό) καταμεσής στο στρωμένο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, όπου θα ’μενε μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι, τότε που θα μαζευότανε όλη οικογένεια, για να το κόψει, να το μοιράσει και να το φάει μαζί με τ’ άλλα φαγητά που θα είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά του σπιτιού.
Την ημέρα των Χριστουγέννων όλοι ξύπναγαν αχάραγα από τις γλυκόλαλες καμπάνες της εκκλησιάς και παίρνανε το δρόμο, συντροφιές – συντροφιές, για τη χριστουγεννιάτικη Λειτουργία κρατώντας τα ραβδιά τους κι αναμμένα φαναράκια για να βλέπουνε πού πατάνε. Κι ακουγούντανε μέσα στην παγωμένη νύχτα οι κουβέντες τους, τα πατήματά τους κι οι χαιρετισμοί τους όταν συναντιούντανε με άλλους συγχωριανούς. Στην εκκλησιά πήγαιναν όλοι, εκτός από τους πολύ γέρους και ανήμπορους. Σαν φτάνανε στη φωτοχυμένη εκκλησιά, τινάζανε τα χιόνια και τα νερά από πάνω τους, ανάβανε το κεράκι τους, ασπαζούντανε τις εικόνες, πιάνανε τη θέση τους στη γλυκιά ζεστασιά κι ακούγανε το χαρμόσυνο μήνυμα ότι Γεννήθηκε ο Σωτήρας Χριστός:
«Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν Ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, τῷ Ἀπροσίτῳ προσάγει.
Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι.
Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι.
Δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»
Όταν η χαρμόσυνη λειτουργία τέλειωνε (είχε πια ξημερώσει) ο κόσμος γύριζε στα σπίτια του. Κι επειδή το μεσημέρι θα αργούσε και δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι τότε νηστικοί, κάθονταν όλοι γύρω από το σοφρά κι έτρωγαν καμιά συκωταρίτσα στο τηγάνι ή καμιά πατσούλα ζουμερή και αχνιστή με τα ποδαράκια, που η νοικοκυρά είχε ετοιμάσει αποβραδίς. Πίνανε και μερικά ποτήρια κρασί κι ύστερα οι πιο πολλοί ξάπλωναν να πάρουν τον υπνάκο που τους είχε λείψει από τη νυχτερινή τους έγερση.
Μόνο η νοικοκυρά δεν ξάπλωνε. Μαζί με τις θυγατέρες της, με τη μάνα της ή την πεθερά της ή και με τις δυο μαζί (μιας και τότε η οικογένεια ήτανε μία και αδιαίρετη σαν την Αγια-Τριάδα), ετοιμάζανε τα χρειαζούμενα για το γιορτινό τραπέζι.
Στη μέση το Χριστόψωμο και οι μποτίλιες με το κόκκινο κρασί κι ολόγυρα όλα τα χριστουγεννιάτικα φαγητά της παράδοσης των Ελλήνων, το ψητό αρνί ή το κατσίκι στο φούρνο, η κοτόσουπα με το αυγολέμονο, ο κόκκορας ο κοκκινιστός με τα μακαρόνια ή τις χυλοπίτες, το παστό χοιρινό, η τυρόπιτα, η γαλατόπιτα, το γιαούρτι, το τυρί, οι σαρμάδες (λαχανοντολμάδες), η πηχτή απ’ το κεφάλι του γουρουνιού, οι λαχανόπιτες, το χοιρινό με τα σέλινα, η “Μπάμπω” (το άντερο του γουρουνιού γεμιστό με κρέας, ρύζι και μπαχαρικά) και άλλα φαγητά, από κείνα που οι νοικοκυρές είχανε μάθει από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους και που σήμερα (αλλοίμονο) έχουν σχεδόν εξοριστεί από το τραπέζι των Ελλήνων. (Η γαλοπούλα δεν ήταν φαγητό της παράδοσης των Ελλήνων, αλλά μας ήρθε «απ’ έξω», πολύ μετά από την απελευθέρωση.)
Σε πολλά χωριά, ο νοικοκύρης «ασήμωνε» το τραπέζι βάζοντας ένα ποσό κάτω από τη μεσάλα (τραπεζομάντιλο). Τα χρήματα τα έπαιρνε όποιος ξέστρωνε το τραπέζι (συνήθως τα παιδιά).
Όταν ΟΛΑ ήτανε έτοιμα, καλούσε η νοικοκυρά του σπιτιού την οικογένεια να κοπιάσει στο γιορτινό τραπέζι, που, τότε, συγκέντρωνε γύρω του παιδιά κι εγγόνια, παππούδες και γονιούς, νύφες και πεθερές αλλά και ξενιτεμένους, που («μέρες που ’ναι») τους έπιανε το παράπονο και η νοσταλγία για τον τόπο τους και τους δικούς τους και βρίσκανε το δρόμο για να κάνουνε Χριστούγεννα στην αγκαλιά της οικογένειάς τους και στην ασφάλεια και τη ζεστασιά της πατρικής στέγης. Βέβαια, στην καλύτερη θέση κάθονταν (τιμής και σεβασμού ένεκεν) οι γεροντότεροι της οικογένειας, αυτοί που σήμερα (εν πολλοίς) αποτελούν «βάρος» και κάνουνε γιορτές μόνοι τους, ξεχασμένοι και μοναχικοί.
Αξίζει να σημειωθεί πως αν και ο απλός Έλληνας του χωριού δεν υπήρξε ποτέ πλούσιος σε αγαθά, είχε ψυχή πλούσια σε αισθήματα. Έτσι, πριν καλοκαθίσουν στο τραπέζι, σκέφτονταν τους φτωχότερους και τους «αγγελίζανε» (όπως λέγανε) τους έστελναν, δηλαδή, ένα καλό μερίδιο από το χριστουγεννιάτικο γεύμα. Κι ούτε κανένας διακονιάρης, που «ξέπεφτε» στο χωριό και θα χτύπαγε την πόρτα, θα ’μενε παραπονεμένος, γιατί η μερίδα του απ’ το φαγητό και η φέτα του από το Χριστόψωμο ήτανε καλά φυλαγμένη.
Αφού σταυροκοπιούντανε κι ευχούντανε αναμεταξύ τους τα «Χρόνια Πολλά», ξεκίναγαν το φαγητό τους με την τελετουργία του Χριστόψωμου. Ο τρόπος, από μέρος σε μέρος, άλλαζε, ο χαρακτήρας, όμως, που συνόδευε την πράξη, δεν άλλαζε. Παρέμενε πάντα ευλαβικός:
Ο πατέρας, «ο στύλος του σπιτιού» και «ο ιεροφάντης της οικογενειακής λατρείας» σταύρωνε το Χριστόψωμο με το μαχαίρι, λέγοντας «Χρόνια Πολλά και του χρόνου» και μετά το έκοβε μοιράζοντας στον καθένα από μια φέτα, κατά πώς ο Χριστός παρέδωσε, κάποτε, στο Μυστικό Δείπνο το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δίνοντας από ένα κομμάτι ψωμιού στους Μαθητές του.
Σε μερικά μέρη της Ελλάδας (όπως στην Αιτωλία), δεν έκοβαν το Χριστόψωμο πριν περάσει ο παπάς του χωριού για να το ευλογήσει. Έτσι το Χριστόψωμο έπαιρνε τη θέση ιερής αρτοκλασίας. Όπως κατέγραψε στα «Γεωργικά της Ρούμελης» ο μεγάλος λαογράφος μας Δημ. Λουκόπουλος:
«Ο παπάς περνά από τα σπίτια και «σηκώνει το ύψωμα» (ένα πιάτο που έχει μέσα σιτάρι άβραστο και πρόσφορο…). Πιάνουν όλοι οι σπιτικοί μαζί το πιάτο και με τον παπά το υψώνουν… «Μετά ο παπάς παίρνει το χριστόψωμο… το βάζει στο κεφάλι του και πιέζει και το σπάζει στα δύο. Αν το μεγαλύτερο κομμάτι πέσει κατά το δεξί του χέρι, μαντεύει πως εκείνον τον χρόνο θα γίνουν πιο πολλά σιτάρια, αν πέσει κατά το αριστερό χέρι λέει πως θα γίνουν πιο πολλά καλαμπόκια».
Παρόμοιες μαντικές συνήθειες με το Χριστόψωμο συνηθίζονταν και σε άλλα μέρη, όπως ,π.χ., στα Επτάνησα, που το βράδυ της παραμονής ο νοικοκύρης έπαιρνε το Χριστόψωμο και πήγαινε κοντά στο αναμμένο τζάκι. Εκεί, κρατώντας το Χριστόψωμο, έριχνε λάδι ή κρασί στη φωτιά λέγοντας την ευχή:
«Όσο νερό έχει η θάλασσα, τόσο κρασί και λάδι στο σπίτι μας».
Αν η φλόγα μεγάλωνε, αυτό ήταν καλός οιωνός για το σπίτι, ενώ αν έσβηνε, κακός.
Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, στη Μικρά Ασία, εκεί που άνθισε και κάρπισε ο Ελληνισμός επί αιώνες, έβαζαν το Σταυροψώμι πάνω στο τραπέζι κατά το βράδυ της παραμονής:
«Πάνω του κάρφωναν ένα κλαδί ελιάς και στο κλαδί περνούσαν σύκα, μήλα και πορτοκάλια. Έκαναν γύρω-γύρω το τραπέζι, το σήκωναν κι έλεγαν: Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο, Κεράς τραπέζια, Παναγιάς τραπέζια».
(Δ. Λουκάτου, «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών»).
Στη Θράκη, έβαζαν στη μέση του Χριστόψωμου ένα κερί και το άναβαν, ενώ ο πατέρας θυμιάτιζε το σπίτι, το κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά αλλά και το στάβλο, καθότι επρόκειτο για μια προσφορά που συμβόλιζε την καλή υγεία των ζώων αλλά και την καρποφορία της γης για τους αγρότες.
Αφού έτρωγαν κι έπιναν μέσα σε μια μοναδική χαρούμενη ατμόσφαιρα και χόρταινε πρώτα η ψυχή και μετά το σώμα, πιάνανε και τα παλιά δημοτικά τραγούδια, όλοι μαζί και πρώτοι και καλύτεροι οι γεροντότεροι, κι ύστερα σηκωνούντανε οι πιο μερακλήδες και χορεύανε και γινότανε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ένα αλωνάκι ζωή και χαράς, ένα μαρμαρένιο αλώνι Διγενήδων που παλεύανε με το Χάρο και τον νικάγανε. Γιατί όποιος νικάει με την αγάπη και τη χαρά τον φόβο του θανάτου έχει νικήσει ΚΑΙ τον ίδιο τον θάνατο.
Μετά το φαγητό ξάπλωναν για ύπνο, γιατί είχαν ξυπνήσει πριν τα χαράματα και νύσταζαν. Μόνο η νοικοκυρά καθόταν χωρίς ανάπαψη για να συμμαζέψει το τραπέζι και να συγυρίσει λιγάκι, μη μπει αργότερα κανένας επισκέπτης γιορτινός και βρει το σπίτι ασυγύριστο. Το απόγιομα, αφού ξυπνάγανε ένας-ένας, καθούντανε κοντά στο τζάκι που τριζοβολάγανε τ’ αναμμένα κούτσουρα, και μασουλώντας ό,τι είχε απομείνει από το Χριστόψωμο, κουβεντιάζανε και γελάγανε και λέγανε ιστορίες παλιακές, μέχρι αργά το βράδυ, τότε που σωνότανε το λάδι στα λυχνάρια και κουκουλωνούντανε όλοι κάτω απ’ τα βαριά σκεπάσματα με την ψυχή γαλήνια και το πνεύμα αναπαυμένο.
Το Χριστόψωμο, αυτό το λαϊκό, παραδοσιακό σύμβολο των Χριστουγέννων, το ευλογημένο ψωμί της Μεγαλογιορτής, δέθηκε άρρηκτα με την Πίστη, την Ψυχή και τη Ζωή των Ελλήνων κι έγινε πηγή έμπνευσης για τους Έλληνες Λογοτέχνες και Ποιητές που ήπιαν απ’ αυτό το λαγαρό και ζωογόνο νερό της πηγής της Παράδοσης:
Έτσι, ο μεγάλος μας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) που τα Χριστούγεννα του 1950 βρισκόταν εξόριστος για τις ιδέες του στη Μακρόνησο, έγραψε το ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» με το Χριστόψωμο να δεσπόζει στο κέντρο μιας στροφής:
Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι. Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά. Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος. – Θωμά, πάρε τσιγάρο και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά. Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο. Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο. Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ. Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει. Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα. Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν. Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη χώσε τα χέρια σου. – Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα. Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
(απόσπασμα)
Κι από κοντά η Ελένη Χωρεάνθη:
Τότε παλιά
που ήμασταν μικρά παιδιά
κάθε φορά που έρχονταν Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά και Φώτα
έζωνε η μάνα μας την καθαρή μπροστοποδιά
έκανε το σταυρό της
τρεις ολόκληρες φορές απανωτά
και ζύμωνε (…)
Ζύμωνε το χριστόψωμο μετά
με χίλια δυο τα στόλιζε πλουμίδια
Κι όλα μαζί τα έψηνε η ανθρακιά
στο φούρνο
σκορπούσε η μυρωδιά του ζυμωτού ψωμιού
μοσχοβολούσε ο κόσμος όλος
Κάθε Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά και Φώτα
έστρωνε στο σοφρά
για του Χριστού το γιορτινό τραπέζι
το κόκκινο
το πλουμιστό μεσάλι
κι έκοβε το χριστουγεννιάτικο ψωμί
το ευλογημένο
από του τίμιου κόπου τη σοδειά
πρώτα της Παναγιάς χριστόψωμο κομμάτι
ύστερα του Χριστού
του Κύρη του σπιτιού και της Κυράς (…)
Αχ και να γύριζαν
τα μακρινά εκείνα χρόνια πίσω
πάνω στου μέλλοντός μας τις φτερούγες
να μοιραζότανε χριστόψωμο
γλυκό κρασί
και χοιρινό ψητό
στου πονεμένου κόσμου μας τις ρούγες.
Ελένη Χωρεάνθη, «Νοσταλγία»
Και ο Άγιος Των Ελληνικών Γραμμάτων, ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραψε ένα ολόκληρο διήγημα με τίτλο «Το Χριστόψωμο» (δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1887) με ένα περιεχόμενο, όμως, πικρό, αφού διηγιέται τα όσα τράβηξε μία άτυχη, άτεκνη νύφη, από την κακιά πεθερά της, με αποκορύφωμα την
προσπάθεια (της πεθεράς) να την δηλητηριάσει, βάζοντας φαρμάκι μέσα στο χριστόψωμο, το οποίο όμως κατά λάθος έφαγε ο ίδιος της ο γιος:
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Το χριστόψωμο
(…) Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη,(…); Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; (…) Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της. (…)
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, (…) ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
(…) Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… (…) Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν. Αὕτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «μ᾿ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
– Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς.
(…)Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι.
«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη (…) πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. (…)
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. (…)
(Ενώ η Διαλεχτή ήταν στην εκκλησία έλαβε είδηση ότι ήρθε ο άντρας της από το ταξίδι. Πήγε σπίτι, τον περιποιήθηκε και πήρε την άδεια να επιστρέψει στην εκκλησία, αφού ειδοποίησε την πεθερά της για την επιστροφή του άντρα της. Στο σπίτι ο Κανδάκης, πεινασμένος, άρχισε να τρώει και πήρε για προσφάι το Χριστόψωμο που είχε φτιάξει «δώρο» για τη Διαλεχτή η πεθερά της).
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ
φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα, συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της.
(Ἐφ. «Ἐφημερίς», 26 τοῦ Δεκέμβρη 1887).
Τέλος, η μεγάλη ερευνήτρια του δημοτικού μας τραγουδιού και της παράδοσης Δόμνα Σαμίου, κατέγραψε και τραγούδησε, τούτα τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Ικαρίας, στα οποία το Χριστόψωμο, έχει τη θέση που του ταιριάζει:
Καλώς τα τα Χριστούγεννα καλώς και τις σχολάδες όπου γεννήθηκε ο Χριστός και λούζονται οι κυράδες.
Καλώς τα τα Χριστούγεννα θα ρθεί και ο Αϊς-Βασίλης όπου απόσπειρε ο ζευγάς ψάλλει το πετραχείλι.
Για πλάστε τα χριστόψωμα Χριστός μας εγεννήθη για αυτό και μεις τα πλάσαμε για του Χριστού τη νίκη.
Τα άγια Χριστούγεννα της φαμελιάς τραπέζι όπου το βλόησε ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Ανοίχτε τα κουτάκια σας τα κλειδαμπαρωμένα και δώστε μας τον κόπο μας κι ας είναι ευλοημένα.
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ποιος είναι ο ορισμός σας Χριστού η θεία γέννηση να μπει στ’ αρχοντικό σας.
Κι από χρόνου.
Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα
σε όλους!
Βαγγέλης Μητράκος