Ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης που διέπραττε άγριες ληστείες επιφανών πολιτών στο Γύθειο κατηγορούνται δύο Αλβανοί, που κάθισαν χθες στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας. Κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση, που όμως ακόμα διώκονται, είναι άλλοι τέσσερις ομοεθνείς τους.
Κατηγορούνται ότι έμπαιναν στα σπίτια και κρατούσαν επί ώρες τα θύματά τους, μέχρι να τους αποκαλύψουν πού έχουν οτιδήποτε πολύτιμο ή χρήματα. Ο τρόπος δράσης τους ήταν οργανωμένος, φορώντας ακόμα και μαύρες στολές με κουκούλες και γάντια για να μην αναγνωρισθούν.
Επίσης, κατηγορούνται για ένοπλη ληστεία σε κοσμηματοπωλείο του Γυθείου.
Σε δύο κατηγορουμένους που διώκονται αποδίδεται η κατηγορία πως ήταν αυτοί που διέμεναν στην περιοχή, ήξεραν πράγματα και καταστάσεις και έδιναν τις εντολές στους υπολοίπους.
Για τους δύο κατηγορουμένους που κάθονται στο εδώλιο στη δικογραφία περιλαμβάνονται τηλεφωνικές τους συνομιλίες. Ο νεαρός Αλβανός, όμως, πάσχει με διαγνωσμένη σχιζοφρένεια και οι συνήγοροί του επικαλούνται το ακαταλόγιστο, ενώ ο ομοεθνής συγκατηγορούμενός τους δηλώνει πλήρη άρνηση για τις πράξεις αυτές.
Ληστείες
Στην πρώτη περίπτωση, στις 29 Ιουλίου 2012, στις 9.30 το βράδυ σύζυγος δικηγόρου της περιοχής, επιστρέφοντας σπίτι με την 10χρονη κόρη και τη μητέρα της, βρίσκει τρεις μαυροφορεμένους άντρες με κουκούλες, όπλα και γάντια να τους περιμένουν μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα είπε ότι τις οδήγησαν στην κουζίνα, όπου τις κράτησαν περίπου δυόμισι ώρες και ζητούσαν επίμονα να τους αποκαλύψει πού είναι το χρηματοκιβώτιο. Διευκρίνισε ότι δεν τις πείραξαν, ενώ η ίδια παρατηρούσε κάθε κίνησή τους, ώστε να μπορεί να δώσει κάθε στοιχείο αργότερα στην αστυνομία. Έτσι, όπως είπε, αναγνωρίζει και είναι σίγουρη από τις κινήσεις και το σωματότυπο πως ο ένας από τους τρεις είναι αυτός που αρνείται την εμπλοκή του. Οι ληστές αφαίρεσαν κοσμήματα αξίας περίπου 12.000 ευρώ.
Την ίδια περίοδο, πάλι τρία άτομα, μπήκαν λίγο πριν από τις 2.00 τα ξημερώματα σε άλλο σπίτι στην περιοχή του Μαυροβουνίου Γυθείου, όπου κράτησαν επί τρεις ώρες την ένοικο και τη μητέρα της, ζητώντας τους 200.000 ευρώ.
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2011 τέσσερα άτομα, το ένα χωρίς να έχει καλυμμένο το πρόσωπό του, μπήκαν νύχτα στο σπίτι συμβολαιογράφου. Κράτησαν τη γυναίκα έως τις 5.00 το πρωί, ζητώντας να τους υποδείξει πού κρύβει το ποσό των 200.000 ευρώ. Ανακάτεψαν όλο το σπίτι, ενώ την ίδια την είχαν δέσει στο κάγκελο του κρεβατιού. Πήραν 1.200 ευρώ και χρυσαφικά και φεύγοντας την απείλησαν με όπλο να μην ειδοποιήσει κανέναν, πριν αυτοί απομακρυνθούν αρκετά χιλιόμετρα.
Τέλος, το Φεβρουάριο του 2012, στις 7.30 το απόγευμα, δύο άτομα με στολές, κουκούλες και γάντια έσπασαν την τζαμαρία κοσμηματοπωλείου στο κέντρο του Γυθείου ενώ εντός βρισκόταν ο ιδιοκτήτης με τον αδελφό του. Μπήκαν δύο άτομα με όπλα και δύο έμειναν στην πόρτα. Δεν πτοήθηκαν που απέναντι ο περιπτεράς τούς έβλεπε, ενώ έβαλαν τα θύματα να ξαπλώσουν στο πάτωμα και αυτοί πήραν μέχρι και τα κοσμήματα από το εργαστήριο.
Απολογίες
Ο νεαρός κατηγορούμενος, που φάνηκε λόγω της ασθένειάς του να υποφέρει ψυχικά από τη διαδικασία, όταν τον ρώτησαν αν θέλει να απολογηθεί, αποκρίθηκε ότι φοβάται και θέλει το γιατρό του. Οι συνήγοροί του ενημέρωσαν το δικαστήριο πως ούτε οι ίδιοι έχουν μπορέσει να μιλήσουν μαζί του για την υπόθεση, ενώ δύο ψυχίατροι που τον παρακολουθούν κατέθεσαν τη βαρύτητα της ψυχικής του κατάστασης και πως η παραβατικότητά του συνδέεται άμεσα με το ακαταλόγιστο που έχει. Μάλιστα, διευκρίνισαν σε ερωτήσεις του δικαστηρίου ότι ένας σχιζοφρενής μπορεί να συμμετέχει σε ομάδες, να συνεργάζεται και να είναι εύκολα υποβόλιμος.
Κάθε ανάμειξη αρνήθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος, υποστηρίζοντας ότι ποτέ δεν έχει πάει στο Γύθειο και πως μπορεί τα τηλέφωνα που έχουν καταγραφεί να ήταν καταχωρημένα στο όνομά του, όμως τα χρησιμοποιούσε ο αδελφός της γυναίκας του. Αυτό επιβεβαίωσε και η γυναίκα του, λέγοντας πως αυτή τα είχε δώσει στο αδελφό της, χωρίς να ξέρει ότι είναι μπλεγμένος σε παραβατικές πράξεις και, μάλιστα, ενημέρωσε το δικαστήριο ότι εκείνο το καλοκαίρι τον δολοφόνησαν στην Αλβανία. Επίσης, είπε ότι ο άντρας της δεν έχει λείψει ποτέ από το σπίτι τους στην Αθήνα.
Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του ζήτησε την καταδίκη για την εγκληματική οργάνωση και τόνισε ότι η φυσική παρουσία των δραστών αποδεικνύεται από τις επισυνδέσεις στα τηλέφωνα. Συμφώνησε, δε, για το ακαταλόγιστο του νεαρού Αλβανού.
Σήμερα αναμένεται η έκδοση της απόφασης.
Της Βίκυς Βετουλάκη